Πέμπτη 31 Μαΐου 2018

Η ιστορία τού Δόγματος από τής εποχής τών Απολογητών μέχρι του 318 μ.Χ. Μέρος Δεύτερον Τού Ανδρέα Θεοδώρου Τακτικού Καθηγητού τού Πανεπιστημίου Αθηνών


 
Α΄ Κεφάλαιο
Η θεολογία των Απολογητών ως απαρχή θεμελιώσεως της επιστημονικής θεολογίας της Εκκλησίας
Το δόγμα υπό το πρίσμα των επ' αυτού επιδράσεων της Ελληνικής φιλοσοφίας
 
α) Αι σχέσεις τού Χριστιανισμού προς την Ελληνικήν φιλοσοφίαν
1. Οι διωγμοί, τους οποίους η Ρωμαϊκή πολιτεία εξαπέλυσεν εναντίον των Χριστιανών, ωδήγησαν την Εκκλησίαν εις το να συσπειρωθή γύρω από τας μεταφυσικός της αληθείας και να αγκιστρωθή εις την βίωσιν του εσχατολογικού περιεχομένου της ελπίδος της. Δια του τρόπου τούτου η Εκκλησία αντιμετώπιζεν επιτυχώς τους διώκτας της και απελογείτο σιωπηρώς δια την σημασίαν της εν τω κόσμω παρουσίας της.
Το γεγονός όμως ότι αδίκως εδιώκετο, εν συνδυασμώ προς τας έναντι του ευαγγελίου προκαταλήψεις όχι μόνον του όχλου αλλά — και κυρίως — των λογίων ανδρών του εθνισμού,16 ως και η ολονέν ωριμάζουσα πεποίθησις της Ρωμαϊκής πολιτείας, ότι ο Χριστιανισμός με την ταχυτάτην εξάπλωσιν και τον έντονον ηθικοθρησκευτικόν δυναμισμόν του, απετέλει απειλήν δι' αυτήν ταύτην την ύπαρξιν του Ρωμαϊκού κράτους,17 επίεζε τον Χριστιανισμόν όπως, παραλλήλως προς την ανωτέρω σιωπώσαν απολογίαν του, αναλάβη και άλλην πλέον εύγλωττον και ενεργητικήν. Ενόσω δηλαδή έκαμνε βαθύτερα τα βήματά του εις το προσκήνιον της ιστορίας, έπρεπε να αντιμετωπίση ενεργότερον τα ιστορικά του πεπρωμένα, να προασπίση σθεναρώτερον την εν τω κόσμω αποστολήν του και να κάμη αισθητότερον τον εν τη ιστορία καθολικόν δυναμισμόν του.
2. Την διεξαγωγήν της δευτέρας ταύτης απολογίας ανέλαβον οι Χριστιανοί απολογηταί κατά το β' ήμισυ της β' μ.X. εκατονταετηρίδος. Εις μίαν εποχήν τοσούτον ταραχώδη και εκρηκτικήν, εποχήν μίσους, προκαταλήψεων και διωγμών, οι τολμηροί εκείνοι άνδρες ανέλαβον το επικίνδυνον εγχείρημα να ομιλήσουν εις την εποχήν των, προασπίζοντες το δίκαιον της διωκομένης και μισουμένης Εκκλησίας.
Το έργον των ανεδιπλούτο εις τρεις αλληλενδέτους φάσεις: εις την υπεράσπισιν των αδίκως διωκόμενων Χριστιανών, εις την αντεπίθεσιν κατά της εθνικής θρησκείας και εις την θετικήν προβολήν τού Χριστιανισμού εντός του φιλοσοφικού κλίματος της εποχής.
3. Περί της αρνητικής πλευράς του απολογητικού έργου (υπερασπίσεως των διωκομένων Χριστιανών) ωμιλήσαμεν ήδη προηγουμένως. Ως προς την αντεπίθεσιν εναντίον της ειδωλολατρικής θρησκείας, η θέσις των Απολογητών υπήρξεν ομοιόμορφος και ενιαία. Κατ' αυτούς οι θεοί των εθνικών ήσαν είτε δαιμόνια,18 είτε άνθρωποι θεοποιηθεντες,19 είτε απλά στοιχεία της φύσεως,20 είτε προϊόντα φυσικοφιλοσοφικής εκφοράς του κόσμου ή τών μερών αυτού,21 είτε, τέλος, το πρόσωπον των Ρωμαίων αυτοκρατόρων. 22

Εις όλας αυτάς τας περιπτώσεις επρόκειτο περί χονδροειδούς ψεύδους και πλάνης. Οι δαίμονες, καθυποτάξαντες τους ανθρώπους και ποικιλοτρόπως εκφοβίσαντες και ποραπλανήσαντες αυτούς,23 κατώρθωσαν, αντί τού μόνου αληθινού Θεού, να λατρευθούν οι ίδιοι ως θεοί, και μάλιστα υπό ονόματα πολλά.24 Προς τιμήν των ανηγέρθησαν ναοί και κατεσκευάσθησαν αγάλμστα υπό διεφθαρμένων τεχνιτών.25 Οι θεοί της εθνικής θρησκείας ήσαν κατά κανόνα αισχροί, ακόλαστοι και έκδοτοι εις βδελυρά πάθη και κακίας.26 Τα πάθη και αι κακίαι αύται των θεών, επειδή δεν ήσαν τίποτε άλλο παρά προβολή και προέκτασις της ιδίας τού λαού εξαθλιώσεως (οι θεοί ενοούντο κατ' εικόνα και ομοίωσιν των φανταζομένων αυτούς ανθρώπων), επηρέαζον δυσμενώς την ηθικήν ζωήν του λαού.27 Εδημιουργείτο δηλαδή φαύλος κύκλος μεταξύ της ηθικής ζωής του λαού και του ηθικού βίου των θεών. Μεγαλυτέρα η ανηθικότης του λαού, μεγαλυτέρα και η ανηθικότης των θεών, και τανάπαλιν.
Εκ του λόγου τούτου οι απολογηταί συχνά έκρουον τον κώδωνα κινδύνου ενώπιον των Ρωμαίων βασιλέων. Η ανηθικότης των θεών ηπείλει την ηθικήν αποδιοργάνωσιν της κοινωνίας: «Ένεκα των μύθων τούτων — έγραφεν ο Αριστείδης —, ω βασιλεύ, μέγα κακόν συνέβη εις τους ανθρώπους, οι οποίοι υπάρχουν εις την εποχήν αυτήν, διότι μιμούνται τους θεούς των, και μοιχεύονται μετά των μητέρων των και των αδελφών των και ένεκα της συγκοιμήσεώς των μετά αρρένων μολύνουν εαυτούς, και τινες τούτων τους γονείς των προσέτι ετόλμησαν να φονεύσουν»28.
Παραλλήλως, δεν ήτο δύσκολον να καταδειχθή, ότι αι περί θεών αντιλήψεις του εθνισμού ευρίσκοντο εις οξυτάτην αντίθεσιν προς τους κειμένους νόμους της πολιτείας, απειλούντες την αναίρεσιν πάσης εννόμου και ελλόγου τάξεως. Διότι, εάν αι αλληλοκτονίαι και αι φαρμακείαι και αι μοιχείαι και αι κλοπαί και αι αρσενοκοιτίαι αποτελούν παρανομίας και κοινωνικά εγκλήματα, τα οποία δικαίως απαγορεύουν και τιμωρούν οι νόμοι, οι θεοί διαπράττοντες τα αυτά εγκλήματα, ήσαν παραβάται των κειμένων νόμων, άξιοι πάσης τιμωρίας και κολάσεως. Ή, λοιπόν, οι νόμοι είναι δίκαιοι και οι θεοί παράνομοι, ή αντιθέτως οι θεοί είναι δίκαιοι και οι νόμοι παράνομοι.29 Η αντίφασις εν προκειμένω είναι φανερά. Μωρία, επομένως, ανηθικότης και ματαιοπονία30 αποτελούν τα τρία κύρια χαρακτηριστικά γνωρίσματα της ειδωλολατρικής θρησκείας.
Τούτα εξαίροντες οι απολογηταί και παραλλήλως προβάλλοντες την καθαρόν περί Θεού πίστιν της Εκκλησίας, καθώς και τον ενάρετον βίον των Χριστιανών,31 είχον ευχερές έργον να επιτελέσουν. Οι υγιώς σκεπτόμενοι Εθνικοί δεν είχον παρά να συμφωνήσουν με τας θέσεις και τα επιχειρήματά των. Να εδιάβασαν άραγε οι Ρωμαίοι βασιλείς τας εις αυτούς αποσταλείσας απολογίας; Είναι αμφίβολον. Εν πάση όμως περιπτώσει, οι απολογηταί έτρεφον την ελπίδα ότι οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες, αναγινώσκοντες αυτάς, θα επείθοντο και θα ανέστελλον τους κατά των Χριστιανών εξαπολυομένους υπ' αυτών διωγμούς.
4. Πολύ σημαντικωτέρα των δύο προηγουμένων, υπήρξεν η τρίτη φάσις του απολογητικού έργου, ήτοι η προβολή του Χριστιανισμού εντός του φιλοσοφικού κλίματος της εποχής. Τα έργον τούτο ήτο πράγματι δυσχερές και επικίνδυνον, εστοίχισε δε εις τους πρωταγωνιστάς του τόσον επαίνους όσον και επικρίσεις πολλάς. Τι εφρόνουν οι απολογηταί περί της φιλοσοφίας και εις ποίας σχέσεις προσεπάθησαν να οδηγήσουν προς αυτήν τον Χριστιανισμόν;
5. Η υπόθεσις είχε την προϊστορίαν της.
Ο Ιησούς Χριστός παρέμεινεν εντελώς ξένος προς πάσαν διδασκαλίαν φιλοσοφικήν. Αγνοών αυτήν, ουδεμίαν θέσιν έλαβεν απέναντί της. Τοιουτοτρόπως ο Χριστιανισμός παρέμεινε, θεία προνοία, ανοικτός, ήδη από του λίκνου του, προς παν ενδεχόμενον επαφής του μετά του αρχαίου πνεύματος και του αρχαίου πολιτισμού.32 Το αυτό όμως δεν συνέβη και με τον Απόστολον Παύλον. Ούτος, γεννηθείς εις Ταρσόν της Κιλικίας, πατρίδα του Χρυσίππου και του Αράτου, είχεν αναμιχθή ενεργώς με τον Ελληνιστικόν κόσμον της εποχής του, την φιλοσοφίαν του οποίου, μέχρις ενός τουλάχιστον βαθμού, ήτο φυσικόν να γνωρίζη. Βεβαίως εις τας επιστολάς του όχι σπανίως λαμβάνει θέσιν επιφυλακτικήν — ενίοτε δε και αρνητικήν33 — έναντι της χρησιμότητος της φιλοσοφίας και των δυνατοτήτων του ανθρωπίνου λόγου, να φθάση αφ' εαυτού εις τον Θεόν και να γνωρίση τας μεταφυσικός αληθείας της πίστεως. Το ευαγγέλιόν του δεν ήτο «κατ' άνθρωπον».34 Ο Θεός εμώρανε την σοφίαν του κόσμου και, επειδή ούτος δεν εύρε δια της σοφίας τον Θεόν, ευδόκησεν ο Θεάς δια της μωρίας του κηρύγματος σώσαι τους πιστεύοντας. Το κήρυγμα του σταυρού ήτο δια μεν τους Ιουδαίους σκάνδαλον, δια δε τους εθνικούς μωρία.35 Οι πιστοί έπρεπε να προσέχουν, ώστε να μη συλαγωγώνται δια της φιλοσοφίας και της κενής απάτης.36 Οι τελευταίοι ούτοι χαρακτηρισμοί υποδηλούν, ότι ο Παύλος ως στόχον της πολεμικής του είχεν ένα συγκεκριμένον τύπον φιλοσοφίας, ιδιαιτέρως δε τα πρώτα αιρετικά κατασκευάσματα, τα οποία προήλθον εν Κρήτη, εν Κολοσσαίς και εν Εφέσω, εκ της επαφής του Χριστιανισμού μετά της φιλοσοφίας και των ανατολικών θρησκευμάτων, και πιθανώτατα τα πρώτα σπέρματα του Γνωστικισμού, τα καλλιεργηθέντα υπό Σίμωνος του Μάγου.37
Ασχέτως όμως τούτων, η πρώτη συνάντησις του ευαγγελίου μετά της Ελληνικής φιλοσοφίας έγινε κατά την άφιξιν του Απ. Παύλου εις Αθήνας επί του ιερού της Ακροπόλεως βράχου. Ως γνωστόν, οι Στωικοί και Επικούρειοι φιλόσοφοι διετέθησαν δυσμενώς προς το κήρυγμά του.38 Ο Παύλος όμως εύρε σημεία επαφής δια να καταγγείλη εις τους Αθηναίους τα περιεχόμενα της Χριστιανικής του πίστεως.
Τα σημεία ταύτα ήσαν: Τα βασικώτερα στοιχεία του μονοθεϊσμού (Θεός δημιουργός και Πατήρ του κόσμου), η φυσική πίστις εις την θεότητα και υπαινιγμοί εις τους Έλληνας ποιητάς Άρατον και Κλεάνθην): «εν αυτώ γαρ ζώμεν και κινούμεθα και εσμέν», όπου ο Στωικός πανθεϊσμός μεταβάλλεται εις Χριστιανικόν μυστικισμόν.39
Ταύτα πάντα βεβαίως απετέλουν εισαγωγήν εις τα κήρυγμα του Αποστόλου. Εις ταύτα ηκολούθησεν η καθαρώς Χριστιανική διδασκαλία (ανάστασις νεκρών, ανταπόδοσις κλπ), προς την οποίαν οι ακροαταί αντέδρασαν δυσμενώς, ενώ του εισαγωγικού μέρους της ομιλίας, το οποίον ήτο γνώριμον εις αυτούς, μετ' ευχαριστήσεως ήκουον. Εξ όσων είπομεν συνάγεται, ότι η έναντι της φιλοσοφίας θέσις του Παύλου δεν ήτο πάντοτε η αυτή αλλά προσδιωρίζετο κυρίως εκ της εκάστοτε σκοπιάς του Ιεραποστολικού έργου του, εις την υπηρεσίαν του οποίου έπρεπε και αυτή, μέχρις ενός τουλάχιστον σημείου, να συμβάλη.
Την κατά της ψευδωνύμου γνώσεως πολεμικήν του Απ. Παύλου συνέχισεν ο Ιερός Ευαγγελιστής Ιωάννης. Εκ της πολεμικής δε ταύτης ετέθησαν οι πρώτοι λίθοι του μεταφυσικού θεολογικού οικοδομήματος της Εκκλησίας. Εις τας λεπτολόγους θεωρίας του Κηρίνθου και εις το πλήρωμα του Μενάνδρου, ο Ιωάννης αντέταξε την περί προαιωνίου και σεσαρκωμένου Λόγου θεωρίαν του.
Ο όρος «Λόγος», δια τού οποίου χαρακτηρίζεται υπό του ευαγγελιστού ο Χριστός, είχε φιλοσοφικήν την προέλευσιν αυτού, πράγμα το οποίον δεικνύει, ότι κατά την εποχήν της συγγραφής τού δ΄ Ευαγγελίου η φιλοσοφική μόρφωσις παρουσίαζε σχετικήν άνοδον και καλλιέργειαν. Είναι δε χαρακτηριστικόν τα γεγονός, ότι ο Ιωάννης δεν εδίστασε να χρησιμοποιήση όρον προερχόμενον εκ τού λεξιλογίου της φιλοσοφίας, δια να ερμηνεύση δι' αυτού καλύτερον το μυστήριον της θείας περί τον άνθρωπον οικονομίας.40
Μετά τον Απ. Παύλον, η πρώτη σπουδαία συνάντησις του Χριστιανισμού μετά της Ελληνικής φιλοσοφίας συνετελέσθη επί του εδάφους των γνωστικών συστημάτων. Ο Γνωστικισμός γενικώς απετέλεσεν απόπειραν ή της φιλοσοφικής διανοήσεως να απορροφήση τον Χριστιανισμόν και να μεταβάλη αυτόν εις απλήν θρησκευτικήν φιλοσοφίαν, ή απόπειραν της θρησκευτικής σκέψεως να δώση εις την Χριστιανικήν πίστιν εξήγησιν βαθυτέραν της απλής μορφής υπό την οποίαν παρεστάθη αρχικώς το ευαγγέλιον, να μεταβάλη δε αυτήν εις σύστημα θεουργίας και εις μυσταγωγίαν.41
Η πίστις ότι όλα τα θρησκεύματα είναι εξ ίσου ορθά, διότι αποτελούν μύθους συμβολίζοντας τας αυτάς βασικός και υψίστας αληθείας, λαμβάνει εν τω Γνωστικισμώ την πλέον χαρακτηριστικήν έκφρασιν αυτής δηλαδή το είδος εκείνο της θεοσοφίας εν τω οποίω η Χριστιανική απολύτρωσις συγχέεται με μίαν απαισιόδοξον ερμηνείαν του Πλάτωνος με ένα, Ελληνιστικής εκδόσεως δυϊσμόν τού Ζωροαστρισμού και με στοιχεία εκ τού ετεροδόξου Ιουδαϊσμού, εις τα οποία ανεμιγνύοντο η αστρολογία και η μαγεία, ως η κυριωτέρα τεχνική υπερκεράσεως των εν τω κόσμω δυνάμεων της ειμαρμένης.42 Περιττόν να επαναλάβωμεν, ότι η γνωστική αυτή απόπειρα δια τα πολλά και επιλήψιμα στοιχεία αυτής απέτυχε παταγωδώς κατακριθείσα τελικώς υπό της Εκκλησίας
6. Η εποχή κατά την οποίαν έζησαν οι Απολογηταί είχε τα ιδικά της θρησκευτικοφιλοσοφικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα. Η φιλοσοφία με την οποίαν έπρεπε να έλθουν εις επαφήν οι Χριστιανοί και την οποίαν παρεδέχετο ο πολύς λαός (λαϊκή φιλοσοφία) ήτο έν πλέγμα Στωικισμού και Πλατωνισμού. Και ο μεν Στωικισμός εκυριάρχει επί τού ηθικού πεδίου με τας περί του «σοφού» ανδρός αντιλήψεις του (απάθεια ψυχής και ηρεμία), ο δε Πλατωνισμός επρυτάνευεν επί τού μεταφυσικού πεδίου με τας δυΐστικάς περί ανθρώπου δοξασίας του, ότι δηλαδή ο άνθρωπος κατά μεν την εσωτερικήν του φύσιν ανήκει εις ένα ανώτερον πνευματικόν κόσμον (τον κόσμον των ιδεών), κατά δε την εμπειρικήν έκφρασιν της ζωής του εις την εν σώματι φυλακήν. Βεβαίως δεν έλειπον οι Σκεπτικοί και οι Εμπειρικοί φιλόσοφοι, των οποίων τα επιχειρήματα εναντίον των μύθων της πολυθεΐας ήσαν ανεκτιμήτου αξίας εις χείρας του εναντίον του Εθνισμού μαχομένου Χριστιανισμού.
Παραλλήλως η φιλοσοφία ήρχισε να αποκτά βαθμηδόν ανάχρωσιν θρησκευτικήν, την οποίαν εντός ολίγου έμελλε να αποτυπώσει ενεργώς εν τω φιλοσοφικώ συστήματι του Νεοπλατωνισμού. Την ψυχήν της εποχής αφ' ενός μεν κατείχε κάματος δια την έλλειψιν ικανοποιήσεως εν αναφορά προς το περιεχόμενον της μυθολογίας και την πενιχρόν λατρείαν της Εθνικής θρησκείας, αφ' ετέρου δε κατέτρυχεν έντονος θρησκευτική δίψα και ασφυκτικώς εκάλυπτε το αίτημα της απολυτρώσεως. Εκείνο όμως το οποίον εν προκειμένω είχε σημασίαν δεν ήτο απλώς ο πόθος της απολυτρώσεως, αλλ' η ασφάλεια, η αυθεντικότης και η βεβαιότης περί την πλήρωσιν του αιτήματος της σωτηρίας. Προς ικανοποίησιν τού βαθυτάτου τούτου πόθου η Εθνική ψυχή δεν εδίσταζε να τραπή προς όλας τας κατευθύνσεις, μάλιστα δε προς την θρησκείαν των βαρβάρων (Ιουδαϊσμόν και Χριστιανισμόν), εις την οποίαν εύρισκε πολύτιμα στοιχεία και διδάγματα.43
Περιττόν να σημειώσωμεν, ότι η Χριστιανική αποκάλυψις, με την απόλυτον περί σωτηρίας βεβαιότητα και γενικώτερον την θείαν αυθεντίαν της, ήτο ήδη γονίμως ανοικτή εις την ψυχήν του Εθνικού περιβάλλοντος της εποχής.
7. Μέσα εις μίαν τοιαύτην συγκεχυμένην φιλοσοφικώς και θρησκευτικώς εποχήν εκλήθησαν οι απολογηταί να δώσουν την Χριστιανικήν μαρτυρίαν των, να αναμετρηθούν με την φιλοσοφίαν και τον Ελληνορωμαϊκόν εν γενει πολιτισμόν και δια της επιτυχίας της προσπάθειάς των να ικανοποιήσουν το μέγα και φλέγον δια τον Χριστιανισμόν αίτημα της εποχής.
8. Τι εφρόνουν λοιπόν ούτοι περί της φιλοσοφίας και εις ποίαν σχέσιν ηθέλησαν να οδηγήσουν προς αυτήν τον Χριστιανισμόν;
Πρωτίστως πρέπει να σημειώσωμεν, ότι οι απολογηταί της β' μ.Χ. εκατονταετηρίδος δεν συνεφώνουν όλοι μεταξύ των ως προς την εκτίμησιν και αξιολόγησιν της Ελληνικής φιλοσοφίας. Μία μερίς αυτών — και ασφαλώς όχι η πλέον μικρά και ασήμαντος — ετήρει στάσιν σαφώς αρνητικήν και πολύ ολίγον φιλικήν έναντι αυτής. Όταν εν τη Δύσει ο Τερτυλλιανός διετύπωνε την περίφημον εκείνην ιδέαν του, ότι τίποτε το κοινόν δεν υπάρχει μεταξύ Αθηνών και Ιερουσαλήμ44, ιδέαν η οποία έμελλε να συνταράξη εκ βάθρων την ιστορίαν της δυτικής σκέψεως45, εξέφραζε δι αυτής μίαν πραγματικήν κατάστασιν νοοτροπίας, την οποίαν συνεμερίζοντο και άλλοι λόγιοι της εποχής του. Τα ρεύμα τούτο σκέψεως ανήγε τας αρχάς του εις την Αποστολικήν εποχήν και είχε το βασικώτερόν του έρεισμα εις ό,τι ο Απ. Παύλος — από άλλης βεβαίως σκοπιάς — είχεν εκφράσει περί της κατ' άνθρωπον φιλοσοφίας.
9. Εν τη Ανατολή τας περί φιλοσοφίας αντιλήψεις του Τερτυλλιανού συνεμερίζοντο οι Απολογηταί: Τατιανός, Θεόφιλος Αντιόχειας και ο Ερμείας.46
Ο σπουδαιότερος όλων ήτο ο Τατιανός. Κατ' αυτόν οι Έλληνες τίποτε το ιδικόν των δεν έχουν να επιδείξουν. Ό,τι καλόν και ωφέλιμον υπάρχει εις αυτούς προέρχεται εκ των βαρβάρων. Η φιλοσοφία των είναι γεμάτη από αντιφάσεις και ανοησίας, ουδένα δε κατώρθωσε να πείση και να διορθώσει· την γλώσσαν των αδίκως θα εθαύμαζε κανείς, διότι αυτή αναλύεται εις απειρίαν διαλέκτων και στερείται ενότητος. Η ιατρική των ως υπόβαθρον αυτής έχει την μαγείαν, ενώ το κυριώτερον μέλημα της τέχνης των, είναι ο απαθανατισμός γυναικών της απωλείας. Τέλος η θρησκεία των είναι παράδοξος ακάθαρτος και βδελυρά.47
Αλλά και έναντι των φιλοσόφων δεν υπήρξεν αβρότερος ο Τατιανός. Ούτω στηλιτεύει Διογένους τον δι' ακρασίαν θάνατον, Αριστίππου την Ασωτείαν, Πλάτωνος την γαστριμαργίαν και Αριστοτέλους την προς τον Αλέξανδρον, «το μεμηνός μειράκιον», κολακείαν.48 Οι φιλόσοφοι ουδέν σεμνόν «εξήνεγκον φιλοσοφούντες». Δεν είναι πραγματικοί φιλόσοφοι, αλλά φιλόψοφοι, κινούμενοι από αλαζονείαν, διαφωνούντες μεταξύ των και μισούντες ο ένας τον άλλον.49
Ο Τατιανός, αν και εγνώριζε την φιλοσοφίαν και έκαμνε χρήσιν αυτής εις τα έργα του, εν τούτοις δεν απέδιδεν εις αυτήν ίδιον θετικόν περιεχόμενον. Όπου εύρισκε συγγενείας μεταξύ των διδαγμάτων του Χριστιανισμού και της Ελληνικής φιλοσοφίας (Ακαδημίας και Στοάς), ταύτας απέδιδεν εις την γνωστήν θεωρίαν περί δανείων εκ των Μωσαϊκών συγγραφών50, αι οποίαι ήσαν αρχαιότεραι των συγγραμμάτων όλων των Ελλήνων συγγραφέων.51
Τας αυτάς περίπου αντιλήψεις και την αυτήν τακτικήν απαντώμεν και εις τα έργα του Θεοφίλου, Επισκόπου Αντιόχειας, ο οποίος υστερεί καταφανώς του Τατιανού εις μόρφωσιν και χαρίσματα διανοητικά. Και κατ' αυτόν, ο λόγος των φιλοσόφων είναι μωρός και κενός, έχων φλυαρίαν πολλήν, χωρίς να έχει ίχνος αληθείας εν αυτώ· μάλιστα «ει τι δοκεί αληθές δι' αυτών εκπεφωνείσθαι, σύγκρασιν έχει τη πλάνη».52 «διάνοιά των (Αράτου και Πλάτωνος) είναι ανωφελής και άθεος.53 Είναι άθλιοι, πάνυ δυσσεβείς και ανόητοι,54 εμπνευσθέντες υπό των πονηρών δαιμόνων και λαλήσαντες εν φαντασία και πλάνη».55 Ηράσθησαν δόξης κενής και ματαίας, δεν εγνώρισαν την αλήθειαν και περιήλθον εις πλείστας άσας αντιφάσεις μεταξύ των.56
Τέλος δια των διδαγμάτων των ενέπαιζον τους πάντας: «μύθους γαρ μάλλον και μωρίας συνέταξαν περί των κατ' αυτούς θεών ου γαρ απέδειξαν αυτούς θεούς αλλά ανθρώπους, ους μεν μεθύσους, ετέρους πόρνους και φονείς.57
10. Παραλλήλως όμως προς τας ανωτέρω αντιλήψεις, αι οποίαι εις ωρισμένα τουλάχιστον σημεία και άδικοι ήσαν και προκατειλημμέναι και υπερβολικαί, και αι οποίαι προέδιδον σκληρότητα καρδίας και κυνισμόν, υπήρχον και άλλαι αντιλήψεις, διακρινόμεναι δια την ευρύτητα, γενναιοφροσύνην, ισόρροπον διάθεσιν και το πλέον ανεπτυγμένον αίσθημα δικαιοσύνης έναντι της Ελληνικής φιλοσοφίας και τών σπουδαιοτέρων εκπροσώπων αυτής.58
Είναι ενδεικτικόν το γεγονός, ότι οι αντιπροσωπεύοντες τας ανωτερω αντιλήψεις Απολογηταί ετιτλοφόρουν εαυτούς «φιλοσόφους». Ούτως ο Αριστείδης και Αθηναγόρας.59 Ο Ιουστίνος τον τίτλον «φιλόσοφος», αποδιδόμενον εις αυτόν υπό του Τρύφωνος («φιλόσοφε, χαίρε», Διάλ. 1,1. Β.Ε.Π. 3, 209), απεδέχετο, ως γνωστόν δε εξηκολούθει και μετά την εις Χριστόν μεταστροφήν του να φέρη τον φιλοσοφικόν τρίβωνα εις ένδειξιν της παλαιάς του ιδιότητος.60 Και δια την ιδιοτυπίαν της σκέψεώς του, αλλά κυρίως δια το εκτένες του συγγραφικού έργου του ο Ιουστίνος είναι ο σημαντικώτερος όλων των άλλων απολογητών, δια τούτο και ημείς θα περιορισθώμεν σχετικώς εις την ανάπτυξιν των περί φιλοσοφίας ιδιαιτέρων του αντιλήψεων.
11. Γενόμενος Χριστιανός ο Ιουστίνος μετέφερεν εις την νέαν πίστιν του και τας παλαιοτέρας φιλοσοφικάς του πεποιθήσεις, τας οποίας είχε μορφώσει κατόπιν μακροχρονίων και πολυμόχθων προσπαθειών.61 Συγκρίνων δε τας πεποιθήσεις ταύτας προς το περιεχόμενον της νέας του πίστεως, κατέληξεν εις το συμπέρασμα, ότι ο Χριστιανισμός αποτελεί την μόνην ασφαλή και σύμφορον φιλοσοφίαν.62
Τον Χριστιανισμόν όμως ως φιλοσοφίαν εχαρακτήριζον και άλλοι απολογηταί.63 Δια του όρου τούτου οι λόγιοι εκείνοι άνδρες ήθελαν να τονίσουν τον κατ' εξοχήν πνευματικόν χαρακτήρα του Χριστιανισμού, να διακρίνουν αυτόν εκ των άλλων ανατολικών θρησκευμάτων και να εξάρουν την οξυτάτην αντίθεσιν, η οποία υφίστατο μεταξύ αυτού και του γνωστικού συγκρητισμού της εποχής.64
Την θύραθεν φιλοσοφίαν ο Ιουστίνος ουδέποτε εξέλαβεν ως ψεύδος και πλάνην. Τουναντίον εν αυτή εύρισκεν ωρισμένα σπέρματα αληθείας. Μεταξύ των διδαγμάτων του Χριστιανισμού και των κυριωτέρων διδασκαλιών των μεγαλυτέρων φιλοσοφικών σχολών υπάρχει ομοιότης, εις ωρισμένα δε σημεία και ταυτότης, τας οποίας δεν δυνάμεθα να παραγνωρίσωμεν. Αι διαφοραί, αι οποίαι τας διαχωρίζουν, είναι μάλλον αποχρώσεις, παρά πραγματικαί αντιθέσεις: «ουχ ότι αλλότριά εστί τα Πλάτωνος διδάγματα του Χριστού, αλλ' ότι ουκ εστί πάντη όμοια, ώσπερ ουδέ τα των άλλων, Στωικών τε και ποιητών και συγγραφέων».65 Με την διαφοράν βεβαίως ότι τα διδάγματα ταύτα ο Χριστιανισμός βεβαιώνει πλήρως και επικυρώνει με τα θείον κύρος και την αυθεντίαν του.66
Κατά τον Ιουστίνον το ανωτέρω φαινόμενον των ομοιοτήτων δύναται να εξηγηθή κατά δύο τρόπους: πρώτον δια της περί σπερματικού λόγου θεωρίας, την οποίαν ο ίδιος διετύπωσε, και δεύτερον δια της εκδοχής των δανείων, ότι δηλαδή οι Έλληνες σοφοί ήλθαν εις γνωριμίαν μετά των Μωσαϊκών συγγραφών — αι οποίαι ήσαν αρχαιότεραι και προγενέστεροι τούτων — εκ των οποίων ήντλησαν όσα ορθά και αληθή κατέγραψαν εις τας ιδικάς των συγγραφάς.67
Την τελευταίαν ταύτην θεωρίαν, την οποίαν εγνώριζον και οι άλλοι Απολογηταί68 και επί της οποίας εστήριζον μέγα μέρος των υπέρ της ανωτερότητος, αυθεντίας και αποκλειστικότητος της Χριστιανικής αποκαλύψεως επιχειρημάτων των, ο Ιουστίνος ήντλησεν εκ της απολογητικής των Αλεξανδρέων Ιουδαίων (Ιωσήπου, Φίλωνος). Ότι όμως η αφελής αυτή εκδοχή, η τόσον παράδοξος και αινιγματική εις το σύγχρονον θεολογικόν μας αισθητήριον,69 ευρίσκεται εις προφανή αντίφασιν προς την πρώτην θεωρίαν, δεν είναι δύσκολον να καταδειχθή. Δηλαδή η φυσική δύναμις και η αυτονομία τού ανθρωπίνου λόγου, την οποίαν προϋποθέτει η περί σπερματικού λόγου θεωρία, δεν είναι εύκολον να συμβιβασθή προς την περί δανείων μηχανικήν και παθητικήν εκδοχήν. Αν ό,τι αληθές και ορθόν είπον οι φιλόσοφοι ήντλησαν εκ των βιβλίων της Π. Διαθήκης, τότε πού έγκειται η δύναμις τού ανθρωπίνου λόγου, ο οποίος φωτιζόμενος υπό τού σπερματικού θείου λόγου, έχει την δυνατότητα να αναχθή δια των ιδίων του δυνάμεων εις μερικήν ανεύρεσιν της αληθείας;
Πολύ σπουδαιοτέρα και σημαντικωτέρα είναι η περί σπερματικού λόγου θεωρία, η οποία αποτελεί προσωπικόν εφεύρημα τού Ιουστίνου και τον σπουδαιότερον τίτλον αυτού εν τη Ιστορία των Δογμάτων.
Η ορολογία ασφαλώς δεν είναι Χριστιανική. Αυτή προέρχεται εκ τού φιλοσοφικού λεξιλογίου της Στοάς, την χρησιμοποιεί δε ο Ιουστίνος δια καθαρώς απολογητικούς σκοπούς, δια να ερμηνεύση δι' αυτής καλύτερον την περί ενεργείας τού Λόγου διδασκαλίαν του εις τους εθνικούς αναγνώστας του.70 Ποίαι όμως είναι αι πραγματικοί αναλογίαι της περί σπερματικού λόγου διδασκαλίας των δύο συστημάτων;71
Κατά τον Στωικισμόν, ο λόγος είναι δύναμις ενδοκόσμιος, αρχή θεία σύμφυτος τω κόσμω. Διήκει δια πάντων, διεμποτίζει και εμψυχώνει τα πάντα. Συνάπτουσα τα σώματα προς άλληλα, διακρατεί την ενότητα τού κόσμου. Εν τω λόγω ανελίσσεται ολόκληρος η ιστορία του ανθρώπου, η οποία διεξάγεται κατά νομοτέλειαν φυσικήν και αναπόδραστον ανάγκην. Οι όροι λόγος και ειμαρμένη αποτελούν όψεις μιας και της αυτής θείας αρχής, η οποία κατά λόγον και κατ' εύρυθμον νομοτέλειαν διαθέτει και διεξάγει τα πάντα.72 Εν τω πλαισίω των τοιούτων αντιλήψεων ο κόσμος παρίσταται ως σύνολον ζον και έλλογον, συνεχόμενον και διακρατούμενον υπό τού λόγου, ο οποίος καλείται και σπερματικός δια το επιτελούμενον υπ' αυτού έργον.73
Ο σπερματικός δε ούτος λόγος δεν είναι άλλος από τον Θεόν, ο Οποίος θεωρείται ως η οργανική των πάντων αρχή και ο Οποίος δια μεθόδων λογικών διοικεί τα πάντα και πραγματοποιεί συγκεκριμένους εν τη φύσει σκοπούς. Περαιτέρω, και εφ' όσον ο κόσμος αποτελεί έλλογον ενότητα, είναι φυσικόν ότι και τα επί μέρους οργανικά μέλη του θα έχουν τους ιδικούς των σπερματικούς λόγους, τους εμπεριεχομένους εν τω καθολικώ Θείω Λόγω.74
Έργον των σπερματικών λόγων είναι να διασφαλίζουν την ταυτότητα των αντικειμένων εν μέσω της διηνεκούς ροής και μεταβολής των όντων, όπως ακριβώς και η ιδιότης του σπέρματος είναι να παράγη όντα όμοια προς εκείνο εκ του οποίου προήλθε το σπέρμα. Είναι επομένως φανερόν, ότι οι σπερματικοί λόγοι παρά τω Στωικισμώ φέρουν χαρακτήρα κυρίως φυσιοκρατικόν, αποτελούντες τας ζωηφόρους αρχάς της γενέσεως, συντηρήσεως και λογικής ανελίξεως των όντων. Ότι δε η διδασκαλία αυτή ήτο επόμενον να φέρη και τον ευρύτερον πανθεϊστικόν χαρακτήρα του συστήματος (πανθεϊκή υλοζωία) είναι αφ' εαυτού φανερόν.
Προς τα διδάγματα ταύτα του Στωικισμού φέρεται ουσιωδώς διάφορος η περί σπερματικού λόγου διδασκαλία του Ιουστίνου. Πρωτίστως πρέπει να αποκλείσωμεν τελείως την ιδέαν ότι, κατά τον Απολογητήν, ο σπερματικός λόγος αποτελεί απορροήν του καθολικού Λόγου (ως συμβαίνει τούτο εν τη Στοά), τρόπον τινά μέρος αυτού τεμαχισθέν και εγκατασπαρέν εις ένα έκαστον άνθρωπον.
Περαιτέρω, πρέπει να αποκλείσωμεν και την εκδοχήν, κατά την οποίαν ο σπερματικός λόγος αποτελεί μέρος της ανθρωπίνης ψυχής, και μάλιστα το σπουδαιότερον και ευγενέστερον αυτής, το λογιστικόν. Και είναι μεν αληθές, ότι ο ανθρώπινος λόγος απορρέει εκ του καθολικού θείου Λόγου, μετά του οποίου και στενώτατα συγγενεύει· όμως δεν είναι όμοιος προς εκείνον, ούτε είναι μόριον αυτού έμφυτον εις κάθε ανθρωπίνην ψυχήν.75 Εν τούτοις εν τω ανθρωπίνω λόγω ή τη ηθική συνειδήσει του ανθρώπου, ο σπερματικός λόγος ευρίσκει το απαραίτητον σημείον επαφής και το κατάλληλον έδαφος αναπτύξεως και καρποφορίας. Τον σπερματικόν λόγον δεν απομένει, παρά να εκλάβωμεν ως την ειδικήν εκείνην επενέργειαν του Λόγου του Θεού, δια της οποίας ούτος, φωτίζων την διάνοιαν των ανθρώπων, ανυψώνει και καθοδηγεί αυτήν εις μερικήν ανεύρεσιν της αληθείας.
Η κυριωτέρα διαφορά, η οξέως αντιδιαστέλλουσα τα δύο συστήματα, είναι το ενδοκοσμικόν και πανθεϊστικόν εν γένει στοιχείον. Ενώ εν τη Στοά ο λόγος (το έμφρον και αείζωον πυρ) συμφύρεται και περατούται εν τω κόσμω, ο δε σπερματικός λόγος είναι ο ενδοκόσμιος λόγος του παντός εν τη σχέσει αυτού προς τα επί μέρους αντικείμενα, παρ' Ιουστίνω τα στοιχεία ταύτα εντελώς απουσιάζουν. Ο Λόγος, κατ' αυτόν, Θεός έτερος παρά τον γεννήσαντα αυτόν Πατέρα (περί τούτου θα γίνη λόγος εις την οικείαν παράγραφον) είναι αρχή προσωπική και εξωκόσμιος, ελευθέρως δρώσα εν τω κόσμω και εις ουδεμίαν υπακούουσα ανάγκην (του σιδηρού της ειμαρμένης κλοιού).
Ομοίως και ο σπερματικός λόγος απεκδύεται πάσαν, κατά το δυνατόν, κοσμικήν σχέσιν, παριστάμενος ως η δημιουργική αρχή των πνευματικών και ηθικών δυνάμεων του κόσμου. Και αυτή μεν είναι η πραγματική διαφορά εις την ουσίαν και το βάθος του πράγματος. Η ομοιότης παραμένει πάντοτε εξωτερική και φραστική. Ο διισχυρισμός ότι η περί σπερματικού θείου λόγου διδασκαλία του Ιουστίνου επηρεάζεται ουσιωδώς και μεταποιείται δια της διδασκαλίας του Στωικισμού είναι άδικος και αναληθής, οσάκις δεν προδίδει προκατάληψιν, συνήθη εις τας περί του Ιουστίνου κριτικάς θεολογικάς σπουδάς.76
Αλλ' ας ίδωμεν εγγύτερον τας περί ενεργείας του σπερματικού λόγου αντιλήψεις του Ιουστίνου:
Ο ιερός Απολογητής θέτει εις εαυτόν το ερώτημα: εφ' όσον ο Χριστιανισμός περιλαμβάνει ολόκληρον την αλήθειαν, εφανερώθη δε επί της γης μόλις προ εκατάν πεντήκοντα ετών (επί Κυρηνίου), οι προ Χριστού ζήσαντες άνθρωποι υπήρξαν εντελώς αμέτοχοι της αληθείας; Το ερώτημα τούτο φαίνεται διετύπωσεν ο Ιουστίνος όχι μόνον δια του πνεύματός του, αλλά και δια της πλήρους αγάπης καρδίας του. Αυτή αισθάνεται οίκτον δια το άνευ ελπίδος ανώνυμον εκείνο πλήθος. Η απάντησίς του ήτο αρνητική:
«Τον Χριστόν πρωτότοκον του Θεού είναι εδιδάχθημεν και προεμηνύσαμεν λόγον όντα, ου παν γένος ανθρώπων μετέσχε· και οι μετά λόγου βιώσαντες Χριστιανοί εισί, καν άθεοι ενομίσθησαν, οίον εν Έλλησι μεν Σωκράτης και Ηράκλειτος και οι όμοιοι αυτοίς, εν βαρβάροις δε Αβραάμ και Ανανίας και Αζαρίας και Μισαήλ και Ηλίας και άλλοι πολλοί. . . Ώστε και οι προγενέστεροι άνευ λόγου βιώσαντες, άχρηστοι και εχθροί τω Χριστώ ήσαν και φονείς των μετά λόγου βιωσάντων οι μετά λόγου βιώσαντες και βιούντες Χριστιανοί και άφοβοι και ατάραχοι υπάρχουσι».77
Το χωρίον είναι σημαντικόν. Εν τη ανθρώπινη ιστορία ο Ιουστίνος βλέπει πραγματικήν εν τη θεία αποκαλύψει ενότητα και συνέχειαν. Πάντοτε η ανθρωπότης μετέσχε της αποκαλυπτικής ενεργείας του Λόγου. Η ενέργεια αυτή δεν ενεφανίσθη δια πρώτην φοράν, ότε εσαρκώθη επί της γης ο Υιός του Θεού, αλλά και προ της εν ανθρώποις επιδημίας του εφώτιζεν ούτος τους ανθρώπους, και όσοι εξ αυτών έζησαν συμφώνως προς τας επιταγάς της λογικής των φύσεως — η οποία συγγενεύει προς τον Λόγον καθ' όσον απορρέει εξ αυτού — ήσαν Χριστιανόί και ως τοιούτοι δεκτικοί σωτηρίας. Εις άλλο πάλιν σημείον, εξαίρων ο Ιουστίνος την φωτιστικήν ενέργειαν του σπερματικού θείου λόγου, παρατηρεί, ότι «όσα καλώς αεί εφθέγξαντο και εύρον οι φιλοσοφήσαντες και νομοθετήσαντες, κατά λόγου μέρος δι' ευρέσεως και θεωρίας έστι πονηθέντα αυτοίς»78 «έκαστος γαρ τις από μέρους του σπερματικού θείου λόγου το συγγενές ορών, καλώς εφθέγξατο».79 περί Σωκράτους τέλος ομιλών, παρατηρεί ότι ούτος εγνώρισεν από μέρους τον Χριστόν.80
Αι διαβεβαιώσεις αύται του Ιουστίνου είναι πράγματι τολμηραί. Προχείρως κρίνοντες τα πράγματα, Θα ηδυνάμεθα να υποθέσωμεν, ότι παρ' αυτώ ο ανθρώπινος λόγος αντικαθιστά την Χριστιανικήν πίστιν, η δε φιλοσοφική γνώσις την αναγκαιότητα της εν Χριστώ θείας αποκαλύψεως. Τούτο όμως δεν είναι αληθές. Σχετικώς πρέπει να έχωμεν υπ' όψιν τα ακόλουθα:
Κατά τον Ιουστίνον η παρά τοις φιλοσόφοις ενέργεια του σπερματικού θείου λόγου δεν είχε θέσιν ειδικής αποκαλύψεως του Θεού κατά το πρότυπον της θείας ενανθρωπήσεως ή της προφητικής αποκαλύψεως εν τη Π. Διαθήκη. Η υπό του Σωκράτους, λ.χ., γνώσις του Χριστού δεν εσήμαινε προσωπικήν μετά του Λόγου γνωριμίαν του φιλοσόφου, ούτε πάλιν αποκάλυψιν κατά το προφητικόν πρότυπον, αλλ' ήτο προϊόν της δυνάμεως του φυσικού ανθρωπίνου λόγου, ο οποίος απορρέει εκ του καθολικού Λόγου. Τοιουτοτρόπως, τας αληθείας του ο Σωκράτης συνήγε «λόγω αληθεί και εξεταστικώς»,81 δηλαδή δια της λογικής ερεύνης και της θεωρίας. Δια της εξαιρέτου λογικής του δυνάμεως ο πάντων ευτονώτερος Σωκράτης (ο έχων δηλαδή διαυγέστατον το ηθικόν και λογικόν κριτήριον της φύσεώς του) ήλεγξε την πλάνην των δαιμόνων, εκβαλών της πολιτείας τον Όμηρον και τους άλλους ποιητάς, δια λόγου ζητήσεως προτρέπων τους ανθρώπους εις επίγνωσιν του αγνώστου εις αυτούς Θεού.82 Επομένως δια τον Ιουστίνον ωρισμέναι εξαιρετικαί ηθικαί φύσεις και αθόλωτα διαυγή πνεύματα είχον την δυνατότητα αυθορμήτως να ανάγωνται (επικουρούμεναι βεβαίως υπό του σπερματικού θείου λόγου) εις την εύρεσιν ωρισμένων επί μέρους αληθειών.83
Εφ' όσον δε, η γνώσις αυτή είναι απόκτημα του φυσικού ανθρωπίνου λόγου και μάλιστα ανάλογος προς την διανοητικήν και ηθικήν καθαρότητα της ανθρωπίνης φύσεως, είναι φανερόν, ότι ολίγα μόνον πνεύματα ηδυνήθησαν να φθάσουν εις αυτήν. Την σπάνιν ταύτην άλλωστε τονίζει και η ηθικοθρησκευτική θεώρησις του κόσμου, την οποίαν κάμνει ο Ιουστίνος.84 Κατ' αυτόν ο κόσμος κυριαρχείται υπό των πονηρών και φαύλων δαιμόνων. Είναι επομένως φανερόν, ότι εκ της κακοποιού τούτης δυνάμεως των πνευμάτων και της εξ αυτής απορρεούσης καθολικής αμαυρώσεως του νου και της καρδίας των ανθρώπων, ολίγα μόνον εξαιρετικά πνεύματα είχον την δυνατότητα να απαλλαγούν και να αναχθούν εις τον Θεόν και τα θεία πράγματα.
Εκ της επόψεως τούτης κρινομένη η αλήθεια της εθνικής σοφίας και συγκρινομένη προς την εξ αποκαλύψεως Χριστιανικήν τοιαύτην, παρουσιάζει σχέσιν μέρους προς όλον, είναι τμηματική, αποσπασματική, επί μέρους. Είναι αμυδρά και συνεσκιασμένη εν σχέσει προς την πλήρη ενάργειαν του Χριστιανικού φωτός, το οποίον εισέρρευσεν εις τας ψυχάς των ανθρώπων δια της ενανθρωπήσεώς του Λόγου του Θεού: «Μεγαλειοτέρα μεν ουν πάσης ανθρωπείου διδασκαλίας φαίνεται τα ημέτερα δια του το λογικόν το όλον τον φανέντα δι' ημάς Χριστόν γεγονέναι, και σώμα και λόγον και ψυχήν»85. «Οι γαρ συγγραφείς πάντες δια της ενούσης του λόγου σποράς αμυδρώς εδύναντο οράν τα όντα. Έτερον γαρ εστί σπέρμα. Τινός και μίμημα κατά δύναμιν δοθέν, και έτερον αυτά ου κατά χάριν την απ' εκείνου η μετουσία και μίμησις γίνεται».86 Έχομεν δηλαδή μάλλον ποιοτικήν παρά απλώς ποσοτικήν διαφοράν. Τα διδάγματα των Χριστιανών είναι «στάσης φιλοσοφίας ανθρωπείου υπέρτερα».87 Η Χριστιανική Αλήθεια, αποτελεί «επιστήμην την αποπτον και γνώσιν την ανέλεγκτον», υπέρ της οποίας ο Ιουστίνος εύχεται πάντοτε και παμμάχως να αγωνίζεται.88
Επομένως εφ' όσον η Χριστιανική αποκάλυψις αποτελεί την ενσάρκωσιν πλοκλήρου της αληθείας η δε φυσική τοιαύτη είναι αποσπασματική και επί μέρους, είναι φανερόν, ότι η τελευταία είναι εις άκρον επισφαλής. Εκ τού λόγου δε τούτου και οι φιλόσοφοι ήρχοντο πολλάκις εις αντιφάσεις μεταξύ των· «επειδή δε ου πάντα τα του λόγου έγνωσαν, ος εστίν Χριστός και εναντία εαυτοίς πολλάκις είπον».89
Τόσον, λοιπόν, το μερικόν, το συγκεχυμένον και τα επισφαλές της ανθρωπίνης γνώσεως όσον και η παραπλανητική επί της διανοίας των ανθρώπων ενέργεια των πονηρών δαιμόνων αποφαίνουν αναγκαίαν και αναντικατάστατον την θείαν αποκάλυψιν. Αύτη δεν επιστέφει απλώς τα διδάγματα του Σωκράτους, αλλ' είναι η άνωθεν νέα, πλήρης και ολοκληρωτική αλήθεια, την οποίαν έφερεν εις τους ανθρώπους ο όλος Λόγος εν τω προσώπω τού Ιησού Χριστού. Επί του σημείου τούτου είναι τοσούτον σαφής ο Ιουστίνος ώστε θα ήτο παρεκδοχή της πραγματικής του διδασκαλίας ο διισχυρισμάς ότι δια της περί σπερματικού λόγου διδασκαλίας του θυσιάζει, έστω και μερικώς τας περί ολικής εν Χριστώ Ιησού αποκάλύψεως πεποιθήσεις του. Τα γενικόν σχήμα της εν προκειμένω πίστεως του Μάρτυρος είναι το ακόλουθον:
«Πάντα εν τη διδασκαλία του Ιουστίνου συγκλίνουν εις την έξαρσιν της θείας αποκαλύψεως και της αναγκαιότητος αυτής. Παρά τω φυσικώ ανθρώπω τας ρίζας αυτής έχει εν τω αδιαφθόρω λόγω και τη ηθική συνειδήσει αυτού. Προ της ενσαρκώσεως του Λόγου σπέρματα αληθείας παρείχοντο εις τον φυσικόν άνθρωπον, φωτιζομένων, από του σπερματικού θείου λόγου, των λογικών και ηθικών δυνάμεων αυτού. Τας αληθείας όμως ταύτας ηδύνατο να εύρη και διά της μελέτης των βιβλίων της Π. Διαθήκης, εν ή ο Θεός απεκάλυψε το θείον αυτού θέλημα. Επειδή όμως το έργον των δαιμόνων ήτο τοιούτον, ώστε να απάγη τους ανθρώπους εκ του αληθούς και του ηθικού, ελάχιστοι υπήρξαν οι δυνηθέντες να αναχθώσι εις μερικήν ανεύρεσιν της αληθείας. Έναντι της σπάνεως ταύτης αφ' ενός και της καθολικής καταπτώσεως της ανθρωπότητος αφ' ετέρου, ήτο απαραίτητος η πλήρης προς τους ανθρώπους αποκάλυψις του Θεού. Αυτή εγένετο δια της ενανθρωπήσεως του όλου Λόγου εν Χριστώ Ιησού. Οι Χριστιανοί90 κατέχουσι σύνολον την αλήθειαν και την απόλυτον βεβαιότητα περί της σωτηρίας αυτών. Προ Χριστού τα πάντα ήσαν μερικά, αμφίβολα και συνεσκιασμένα. Ιδού, λοιπόν, τα πρίσμα υφ' ό εμελέτησεν ο Ιερός Πατήρ την ανθρωπίνην ιστορίαν. Εν αυτή ο Λόγος φέρεται αείποτε δρων. Συνεργάζεται μετά του ανθρωπίνου λόγου, όστις προέρχεται εκ του καθολικού Λόγου, και τέλος ενούται μετά του ανθρώπου, δια να χαρίση εις αυτόν την απολύτρωσιν».91
12. Συνοψίζοντας τα ανωτέρω δυνάμεθα να καταλήξωμεν εις τα ακόλουθα γενικά συμπεράσματα:
1) Όλοι ανεξαιρέτως οι απολογηταί εκφράζονται δυσμενώς περί της αρχαίας Ελληνικής μυθολογίας και της Εθνικής ειδωλολατρικής θρησκείας. Τόσον η θεολογία, όσον και η λατρεία τού Εθνισμού αποτελούν, κατ' αυτούς, δαιμονικά κατασκευάσματα, διακρινόμενα δια την αισχρότητα και την ανηθικότητα αυτών.
2) Απέναντι της Ελληνικής φιλοσοφίας δεν τηρούν όλοι την αυτήν στάσιν. Άλλοι μεν υποτιμούν και διασύρουν αυτήν, εξαίροντες την ανηθικότητα, τας αντιφάσεις και τας διαφωνίας, τας υφισταμένας μεταξύ των κυριωτέρων εκπροσώπων της. Άλλοι δε, εκλεκτικοί κυρίως, λαμβάνουν ευνοϊκήν στάσιν έναντι της πραγματικής και σοβαράς φιλοσοφίας, ενώ δεν παραλείπουν συγχρόνως να στηλιτεύσουν την αναξίαν φιλοσοφίαν (κυρίως τα υλιστικά συστήματα) και τους αναξίους εκπροσώπους αυτής.92
3) Ο ανθρώπινος λόγος, απορρέων εκ του καθολικού θείου Λόγου, φυλάσσει πλήρως τα δικαιώματά του εις τας μεταξύ Θεού και ανθρώπου σχέσεις του. Έχει σχετικήν αυτονομίαν, δυνάμενος αμυδρώς να ορά τα όντα και να ανατείνη δια της θεωρίας εις μερικήν ανίχνευσιν της αληθείας.
4) Εις το έργον του τούτο ο ανθρώπινος λόγος ενισχύετο (κατά την προ Χριστού εποχήν) υπό του σπερματικού θείου λόγου, ο οποίος αποτελεί ειδικήν φωτιστικήν ενέργειαν προερχομένην εκ του καθολικού θείου Λόγου, δια της οποίας ωρισμένα ευγενή και αθόλωτα πνεύματα είχον την δυνατότητα να στοχασθούν τον Θεόν και τα θεία πράγματα.
5) Ο όρος «σπερματικός λόγος» προέρχεται εκ του φιλοσοφικού λεξιλογίου της Στοάς. Πέραν όμως της Εξωτερικής φραστικής ταυτότητος, το βάθος της εννοίας του όρου είναι ουσιωδώς διάφορον της περί σπερματικού λόγου διδασκαλίας του Στωικισμού.
6) Δια του σπερματικού θείου λόγου τόσον ο Χριστιανισμός όσον και η εν Χριστώ θεία αποκάλυψις λαμβάνουν διιστορικάς και διαχρονικός διαστάσεις. Και ο μεν Χριστιανισμός φέρεται προϋπάρχων και προ Χριστού, εν τω προσώπω των ευγενών εκείνων πνευμάτων (Ελλήνων και βαρβάρων), τα οποία φύσει ανέτεινον προς τον Θεόν, η δε θεία αποκάλυψις φέρεται ενεργούσα και προ της φανερώσεως τού Ιησού Χριστού, φωτίζουσα τον προχριστιανικόν κόσμον δια των σπερμάτων της αληθείας, τα οποία προήρχοντο εκ τού καθολικού θείου Λόγου.
7) Αι σχέσεις σπερματικού και καθολικού θείου λόγου είναι σχέσεις μέρους προς όλον, αμυδρότητος προς πλήρη φωτεινότητος ενάργειαν. Δια του σπερματικού θείου λόγου παρέχεται μερική μόνον, αμυδρά και συνεσκιασμένη αποκάλυψις, ενώ δια της ενανθρωπήσεως του όλου Λόγου παρέχεται η πλήρης και τελειωτική αποκάλυψις του Θεού εις τον άνθρωπον.
8) Η μερικότης της δια του σπερματικού θείου λόγου αποκαλύψεως είχεν ως αποτέλεσμα, οι προ Χριστού ζήσαντες άνθρωποι να κινούνται εντός του ημίφωτος της αληθείας και να βλέπουν αμυδρώς τα όντα. Εκ του λόγου δε τούτου δεν εστοχάζοντο πάντοτε του ορθού, περιπίπτοντες εις αντιφάσεις και διαφωνίας μεταξύ των.
9) Τα γεγονός τούτο, ως και η αρνητική επενέργεια των δαιμόνων επί της διανοίας των ανθρώπων, καθίστων απολύτως αναγκαίαν την αποκαλυπτικήν ενέργειαν του όλου Λόγου, η οποία και συνετελέσθη εν τω προσώπω του Ιησού Χριστού.
10)  Επομένως η δυνατότης της δια του σπερματικού θείου λόγου αναγωγής του ανθρώπου εις τον Θεόν, δεν απέφαινε περιττήν την εν Χριστώ Ιησού αποκάλυψιν. Τουναντίον, δια της επιφανείας του όλου Λόγου εν τω κόσμω, δια της οποίας οι άνθρωποι φέρονται ασφαλώς προς τον Θεόν και γνωρίζουν πλήρως τα θεία πράγματα, κατηργήθη ως περιττή πλέον η μερική επενέργεια του σπερματικού λόγου. Επιφανέντος του Ηλίου, αι μικραί και ωχραί ανταύγειαι αυτού, αι οποίαι εφώτιζον τον κόσμον κατά την προχριστιανικήν εποχήν, εσβέσθησαν και εξηφανίσθησαν.
11)  Η περί σπερματικού θείου λόγου θεωρία είναι πράγματι ευρεία, μεγαλόπνους και ευγενής. Παρά ταύτα δεν παύει να είναι επικίνδυνος και τολμηρά. Τα ότι δέχεται γενικώς την δυνατότητα σωτηρίας κατά την προχριστιανικήν εποχήν, καθιστά αυτήν ύποπτον εις την θεολογικήν εκείνην σκέψιν, η οποία εντοπίζει την σωτηρίαν εις τα αυστηρά ιστορικά πλαίσια της Εκκλησίας· ενώ αντιθέτως χαιρετίζεται ευνοϊκώς από όλους εκείνους, οι οποίοι διευρύνουν τα εξωτερικά όρια της Εκκλησίας και δέχονται το δυνατόν της σωτηρίας και εκτός αυτής. Είναι δε ενδεικτικόν τα γεγονός ότι η δια της θεωρίας του σπερματικού λόγου θετική αξιολόγησις των λογικών και πνευματικών δυνατοτήτων του ανθρώπου, ως φωταυγείας προερχομένης εκ της ακτίνος του καθολικού θείου Λόγου, ωδήγησεν εις τον χαρακτηρισμόν τού Ιουστίνου ως του «πρώτου πραγματικού ανθρωπιστού εις την Ιστορίαν τού Χριστιανισμού.»93

Σημειώσεις

16. Σύνοψιν των προκαταλήψεων τού Κέλσου βλέπε παρά R. Seeberg, Lehrbuch der Dogmangeschichte, έκδ. τρίτη, Leipzig 1920, σελ. 333 και εξής Βλέπε και Henry Chadwick, Early Christian Thought and the Classical Tradition, Oxford 1966, σελ. 22 και εξής
17. Εις τούτο ωφείλετο κυρίως η υπό των Ρωμαίων αυτοκρατόρων εξαπόλυσις των φοβερών κατά τού Χριστιανισμού διωγμών.
18. Εις την κρίσιν των ταύτην εστηρίζοντο επί του ψαλμικού λογίου: «οι θεοί των εθνών δαιμόνια» (Ψαλμοί 95,5).
19. Θεοφίλου, Αυτόλ. Β΄ 2. Β.Ε.Π. 5, 21. Αθηναγ., Πρεσβ. 30. Β.Ε.Π. 4. 305-306. Minuc. Felix, 20 και εξής.
20. Αριστ.,  Απολ. 3-6. Β.Ε.Π. 3, 135-138.
21. Αριστ.,  Απολ. 13,7. Β.Ε.Π. 3, 146. Αθηναγ.,  Πρεσβ. 22. Β.Ε.Π. 4, 297-299.
22. Αριστ.,  Απολ. 7,1. Β.Ε.Π. 3, 138. Τατ.,  Προς Ελλ. 4. Β.Ε.Π. 4. 244. Θεοφ., Αυτόλ. Α' 11. Β.Ε.Π. 5, 18.
23. Ιουστ, Απολ. Β΄ 5,4. Β.Ε.Π. 3, 202.
24. Ιουστ.,  Απολ. Α'., 9, 1. Β.Ε.Π. 3, 165.
25. Ιουστ.,  Απολ. Α' 9, 4. 5. Β.Ε.Π. 3, 165.
26. Ούτως ο Ζεύς, ο πατήρ πάντων των θεών, αισχρός και φιλήδονος, ηράσθη του Γανυμίδους και εμοίχευσε γυναίκας πολλάς (Ιουστ., Απολ. Α', 21,6. Β.Ε.Π. 3, 173). Ακολουθούντες εις τα ίχνη του οι Διόνυσος και Απόλλων ηράσθησαν αρρένων, η δε Περσεφόνη και η Αφροδίτη κατελήφθησαν υπό ερωτικού οίστρου δια τον Άδωνιν (Ιουστ. . Απολ. Α', 25, 1. Β.Ε.Π. 3, 174).
27. Δια μελανών χρωμάτων περιγράφει ο Ιουστίνος την ηθικήν εξαθλίωσιν του ειδωλολατρικού κόσμου τής εποχής του: "πρώτον μεν ότι τους πάντας σχεδόν ορώμεν επί πορνεία προάγοντας, ου μόνον τας κόρας αλλά και τους άρσενας, και ον τρόπον λέγονται οι παλαιοί αγέλας βοών ή αιγών ή προβάτων τρέφειν ή ίππων φορβάδων, ούτω νυν παίδας εις το αισχρώς χρήσθαι μόνον και ομοίως θηλειών και ανδρογύνων και αρρητοποιών πλήθος κατά παν έθνος επί τούτου του άγους έστηκε· και τούτων μισθούς και εισφοράς, και τέλη λαμβάνετε δέον εκκόψαι από της ημετέρας οικουμενης και των τούτοις χρωμένων τις προς τη αθέω και ασεβεί και ακρατεί μίξει, ει τύχοι, τεκνω ή συγγενεί ή αδελφώ μίγνυται· οι δε τα εαυτών τέκνα και τας ομοζύγους προαγωγεύονται, και φανερώς εις κιναιδίαν αποκόπτονταί τινες και εις μητέρα θεών τα μυστήρια αναφέρουσιν...» (Απολ. Α. 27, 1-4. Β.Ε.Π. 3, 175).
28. Αριστ., Απολ., 9, 8. Β.Ε.Π. 3, 143.
29. Αριστ., Απολ. 13. Β.Ε.Π. 3, 146.
30. Θεοφ., Αυτόλ. Β΄, 1. Β.Ε.Π. 5, 21.
31. Περί του καθαρού βίου των Χριστιανών, του νέου τούτου γένους εν τω οποίω υπάρχει θεία ανάμιξις (Αριστ., Απολ., 16. Β.Ε.Π. 3, 151) και εν αντιβολή προς την αισχρότητα και το ανήθικον του βίου των Εθνικών, βλέπε Τατ., Προς Έλλ., 33. Β.Ε.Π. 4, 263, 264. Αριστ., Απολ., 16. Β.Ε.Π. 3, 151. 17. Β.Ε.Π. 3, 152-153. Αθηναγ., Πρεσβεία, 11. 12. 31. 32. 32-33. Β.Ε.Π. 4, 288, 289-290, 306-307, 307-308, 308-309.
32. Aimé Puech, Les Apologistes Grecs du Ile siècle de notre èrte, Paris 1912, σελ. 19.
33. G. Berdy, «Philosophe» et «Philosophie» dans le vocebuleire chrétien des premiers siècles, εν Revue d'escétique et de mystique, Jenviers-Mars, 1949, 25 année. No 97, σελ. 100.
34. Γαλ. 1,11.
35. 1. Κορινθίους 1,20 και εξής.
36. Καλ. 2,8.
37. Α. Θεοδώρου, Η θεολογία τού Ιουστίνου, φιλοσόφου και μάρτυρος, και αι σχέσεις αυτής προς την Ελληνικήν φιλοσοφίαν, Αθήναι 1960, σελ. 21.
38. Πράξ. 17,18.
39. Almé Puech, μν. έργ., σελ. 27.
40. Βλέπε Α. Θεοδώρου, μν. έργ., σελ. 19-20. Περιεκτικωτάτην ανάλυσιν του προλόγου τού δ' Ευαγγελίου και έξαρσιν της σπουδαιότητος αυτού δια την Χριστιανικήν απολογητικήν, βλέπε Almé Puech, μν. έργ., σελ. 28 και εξής.
41. J. Tlxeront, μν. έργ., σελ. 193.
42. Βλέπε Η. Chadwick, μν. έργ., σελ. 7.
43. Βλέπε Adolf Harnack, History of Dogma, μετάφρ. Nell Buchanan, τόμ. 2, σελ. 176. Είναι δε χαρακτηριστικόν το γεγονός, ότι την τελευταίαν ταύτην ανάγκην (τροπήν εις τους βαρβάρους) ετόνιζαν δύο εκ διαμέτρου αντίθετοι άνδρες, οι Τατιανός και Κέλσος (αυτόθι).
44. Tertuliian, De Praescr. 7. Apol. 46: «Quid adeo simile philosophus et christianus, Graeciae discipulis et coeli, famae negotiator et salutis... Veritatis interpolator et integrator et expressor, et futator ejus et custos?»
45. H. Chadwick, μν. έργ., σελ. 1.
46. Ο Ερμείας εις το έργον του «Διασυρμός των έξω φιλοσόφων» (Β.Ε.Π. 5, 73-77) με πολλήν δόσιν ειρωνείας και σαρκαστικότητος επιτίθεται κατά της Ελληνικής φιλοσοφίας και των εκπροσώπων αυτής.
47. Βλέπε Aimé Puech, μν. έργ., σελ. 154-155.
48. Προς Έλληνας 2. Β.Ε.Π. 4, 243.
49. Προς Έλληνας. 2. 3. Β.Ε.Π. 4, 243-244.
50. Προς Έλληνας 40, 29-31. Β.Ε.Π. 4, 266, 260, 261, Θεοφ., Aυτ. Β΄ 30, Γ' 29. Β.Ε.Π. 5, 41, 66-67.
51. Η περί δανείων και αρχαιότητας των Μωσαϊκών συγγραμμάτων θεωρία προϋπήρχε τού Τατιανού εις την Ιουδαϊκήν απολογητικήν, διατυπωθείσα εν τω Κατ' Απίωνος έργω τού Ιωσήπου, το οποίον ασφαλώς εγνώριζεν ο Τατιανός.
52. Θεοφ., Προς Αυτόλυκον Β΄., 12. Β.Ε.Π. 5, 30.
53. Προς Αυτόλ. Γ., 2. Β.Ε.Π. 5, 51.
54. Προς Αυτόλ. Γ 18. Β.Ε.Π. 5,60.
55. Προς Αυτόλ. Β΄ 8. Β.Ε.Π. 5, 27.
56. Προς Αυτόλ. Γ., 3. Β.Ε.Π. 5, 51-52,
57. Προς Αυτόλ., Β΄., 8. Β.Ε.Π. 5,25.
58. Περί των απόψεων τού Μινουκίου Φήλικος και του Τερτιλλιανού ειδικώτερον, βλέπε Ad. Harnack, μν. έργ., σελ. 198 και εξής.
59. Apologie quam Aristides Phllosophus coram Hadriano rege De timore Dei habult (Β.Ε.Π. 3, 133). Αθηναγόρου Αθηναίου, φιλοσόφου Χριστιανού, Πρεσβεία περί Χριστιανών (Β.Ε.Π. 4, 282).
60. «τόδε το σχήμα» εν «τοιούτω σχήματι» (Διάλ. 1,2. Β.Ε.Π. 4, 209).
61. Περί των προσπαθειών του όπως ανεύρη εν τη φιλοσοφία την ικανοποίησιν των ψυχικών του ενατενίσεων και πόθων, βλέπε Α. Θεοδώρου, μν. έργ., σελ. 25 και εξής.
62. «τούτην μόνην εύρισκον φιλοσοφίαν ασφαλή τε και σύμφορον» (Διάλ. 8. Β.Ε.Π. 3, 216).
63. Ούτως ο Τατιανός: «Η καθ' ημάς βάρβαρος φιλοσοφία» (Προς Ελλ. 35. Β.Ε.Π. 4, 264), «η ημετέρα φιλοσοφία» (Προς Έλλ. 31. Β.Ε.Π. 4, 261). «ο κατά βαρβάρους φιλοσοφών Τατιανός.» (Προς Ελλ. 42. Β.Ε.Π. 4, 267) και οι Μελίτων και Μιλτιάδης, παρ' Ευσεβίω, V, 17,5 (Β.Ε.Π. 19. 336).
64. Βλέπε Β. Seeberg, μν. έργ., σελ. 336.
65. Απολ. Β΄, 13. 2. Β.Ε.Π. 3. 207.
66. «Μειζόνως και θείως και μόνοι μετά αποδείξεως» (Απολ. Α', 20,3. Β.Ε.Π. 3, 172).
67. Απολ. Α', 44. 8-9. Β.Ε.Π. 3, 184.
68. Τατ., Προς Έλλην. 40. Θεοφ., Προς Αυτόλ. Β΄ 37,38 (Β.Ε.Π. 4, 266. 5, 49-50). Minuc., Oct., 34 (PL 3, 360-361). Την σημασίαν των επιχειρημάτων των Χριστιανών κατανοών πλήρως ο Κέλσος αντέστρεφε ταύτα, παρεισάγων τους Χριστιανούς ως αντιγραφείς των Ελλήνων φιλοσόφων.
69. Κατά τον Chadwick: «The bizarre notion is one for which we may find it hardly possible το suppress a pitying smile, and it is, of course, absurd» (μν. έργ., σελ. 14). Παρά ταύτα μελετωμένη η θεωρία εντός του ιστορικού πλαισίου της είχε λόγον υπάρξεως και ουδένα εξένιζε, δεδομένου ότι ανάλογα φαινόμενα παρετηρούντο και εις τα συγγράμματα των Εθνικών συγγραφέων. (Ούτως ο Νουμήνιος Απαμείας θεωρεί τον Πλάτωνα ως τον Μωυσέα αττικίζοντα (Κλήμ. Αλεξ., Στρωμ. A, XXII Β.Ε.Π. 7, 294). Ο δε Αμέλιος οπαδός του Πλωτίνου, εφρόνει ότι ο Ιωάννης την περί Λόγου διδασκαλίαν του εμόρφωσε κατόπιν μελέτης των σκοτεινών λόγων του Ηρακλείτου (Ευσέβ., Ευαγγ. Προπαρ. ια', 19, 1-5. Β. Ε. Π, 26, 3Β-39).
70. Ως γνωστόν, ο Μάρκος Αυρήλιος, προς τον οποίον απηυθύνετο η Β΄ απολογία τού Ιουστίνου (εις την οποίαν απαντά η περί σπερματικού λόγου διαδασκαλία) ήτο οπαδός τού στωϊκού φιλοσοφικού συστήματος.
71. Περισσότερα επί τού ζητήματος βλέπε: Α. Θεοδώρου, μν. έργ., σελ. 98 και εξής.
72. Χρύσιππος, παρά Πλουτάρχω, De stoic, repugn. 47 (Fr. st. II, 937).
73. «Κατ' αρχάς μεν ουν καθ' αυτόν Όντα (τον Θεόν) τρέπειν την πάσαν ουσίαν δι' αέρος εις ύδωρ· και ώσπερ εν τη γονή το σπέρμα περιέχεται, ούτω και τούτον σπερματικόν λόγον όντα του κόσμου τοιόνδε υπολιπέσθαι εν τω υγρώ ευεργόν αυτώ ποιούντα την ύλην προς την των εξής γένεσιν» (Διογ. Λαερτ. VII. 136).
74. Στοβαίου, Eκλ. I, 64: «Οι Στωικοί νοερόν θεόν αποφαίνονται πυρ τεχνητόν οδώ βαδίζον επί νενέσει κόσμου εμπεριειληφός πάντας τους σπερματικούς λόγους καθ' ους άπαντα καθ’ ειμαρμένην γίνεται».
75. Ι. Αναστασίου, Ο Ιουστίνος ο φιλόσοφος και μάρτυς περί του αρχαίου κόσμου, εν Γρηγ. Παλαμά, 1969, Ιαν. - Φεβρ., σελ. 83.
76. Λεπτομερείας περί τού πράγματος βλέπε: Α. Θεοδώρου, μν. έργ., 42 και εξής.
77. Απολ. Α' . 46. 2. 3. 4. Β.Ε.Π. 3, 185-188.
78. Απολ. Β΄ 10. 2. Β.Ε.Π. 3, 205.
79. Απολ. Β΄, 13. 3. Β.Ε.Π. 3, 207.
80. Απολ. Β΄, 10,8. Β.Ε.Π. 3. 205.
81. Απολ. Α', 5. 3. Β.Ε.Π. 3, 164.
82. Απολ. Β΄, 10. 5. 6. Β.Ε.Π. 3, 205.
83. Ποίαι ήσαν αι αλήθειαι αύται ο Ιουστίνος δεν καθορίζει. Πιθανώτατα ανεφέροντο αύται εις την ιδέαν τού μονοθεϊσμού και της υγιούς ηθικής, αι οποίαι αποτελούν εμφύτους εν τω ανθρώπω δόξας, και τας οποίας δύναται αφ' εαυτής να εύρη η ψυχή, ή «φυσικώς Χριστιανική» («naturailter christiana»), κατά την έκφρασιν τού Τερτυλλιανού.
84. Βλέπε Α. Θεοδώρου, μνημ. έργ., σελ. 37, σημ. 4.
85. Απολ. Β΄, 10. 1. Β.Ε.Π. 3. 205.
86. Απολ. Β΄, 13. 5. Β.Ε.Π. 3, 207.
87. Απολ. Β΄, 15. 3. Β.Ε.Π. 3, 208.
88. Απολ. Β΄, 13. 2. Β.Ε.Π. 3, 207.
89. Απολ. Β΄, 10. 3. Β.Ε.Π. 3, 205.
90. Δια ζωηρών χρωμάτων περιγράφουν οι απολογηταί την νεαν κατάστασιν πίστεως και ζωής εις την όποιαν εισήλθον οι άνθρωποι διά της φανερώσεως τού όλου Λόγου εν Χριστώ Ιησού. Οι δεχθέντες την νέαν πίστιν αποτελούν το «αρχιερατικόν και αληθινόν γένος τού Θεού» (Ιουστ., Διάλ. 116, Β.Ε.Π. 3, 316), τον λαόν τον άγιον τού Θεού Ιουστ., Διάλ. 116. Β.Ε.Π. 3, 318). Είναι μαθηταί της αληθινής και καθαράς διδασκαλίας του Χριστού (Διάλ. 35. Β.Ε.Π. 3, 238-239), το περιεχόμενον της οποίας αποτελεί η πίστις εις έναν υπερκόσμιον Θεόν, εις τον νέον νόμον, τον οποίον έφερεν ο Χριστός, και εις την μετά θάνατον αμοιβήν και τιμωρίαν. Κυρίως όμως ο Χριστός εκόμισεν εις τους ανθρώπους την αληθινήν ηθικότητα, η οποία σαρκούται και διαγγέλλεται εις τον ενάρετον βίον των Χριστιανών (Αριστ., Απολ. 15-16. Β.Ε.Π. 3, 148 και εξής).
Τα αγνά ήθη των Χριστιανών ευρίσκονται εις οξυτάτην αντίθεσιν προς την ανηθικότητα τού εθνικού κόσμου. Αι Χριστιανικοί Εκκλησίαι ομοιάζουν προς νησίδας εν μέσω θυελλώδους και τρικυμισμένης θαλάσσης, εις τας οποίας καταφεύγουν «οι θέλοντες σώζεσθαι, ερασταί γενόμενοι της αληθείας και βουλόμενοι εκφυγείν την οργήν και κρίσιν του Θεού» (Θεοφ., Προς Αυτόλ. Β΄, 14. Β.Ε.Π. 5, 32).
Επομένως η Χριστιανική θρησκεία δεν έφερε ζημίαν εις τον κόσμον, όπως ισχυρίζονται οι Εθνικοί. Τουναντίον, ο Χριστιανισμός συνέχει και συγκροτεί τον κόσμον. Η θάλασσα τού κόσμου θα είχε προ πολλού αποξηρανθή, αν τα ύδατα τού Νόμου και των Προφητών δεν είχον εισρεύσει εις αυτήν (Θεοφ., Προς Αυτόλ. Β΄, 14. Β.Ε.Π. 5, 31). Κατά τον Αριστείδην μάλιστα ο κόσμος εξακαλουθεί να υφίσταται χάρις εις τους Χριστιανούς και τας προσευχές των (Αριστ, Απολ. 16, 6. Β.Ε.Π. 3, 151).
Περαιτέρω δεν πρέπει να παροραθή το γεγονός, ότι ο Χριστιανισμός αποτελεί το ισχυρότερον στήριγμα της αυτοκρατορίας, διότι ο φόβος της αιωνίου τιμωρίας οδηγεί βεβαιότερον εις την τήρησιν των κειμένων νόμων, παρά ο φόβος των πρόσκαιρων τιμωριών (Ιουστ. Απολ. Α΄, 2. 3. Β.Ε.Π. 3, 166). Ο Μελίτων μάλιστα κάμνει και έν περαιτέρω βήμα, ισχυριζόμενος ότι η άνθισις της ρωμαϊκής πολιτείας υπό τον Αύγουστον συμπίπτει μετά της εμφανίσεως τού Χριστιανισμού, μόνοι δε οι κακοί αυτοκράτορες εδίωξαν τον Χριστιανισμόν (Απόσπ. 3. Β.Ε.Π. 4, 272).
Οι Χριστιανοί είναι λαός φιλοσόφων (Τατ. Προς Έλλ, 32. Β.Ε.Π. 4, 262), η σφραγίς της παγκοσμίου Ιστορίας και χάριν αυτών ο Θεός συνέχει και διατηρεί τον κόσμον (βλέπε Seeberg, μν. έργ., σελ. 338-339)
91. Α. Θεοδώρου, μν., έργ, σελ. 41-42.
92. Είναι άλλωστε γνωσταί αι κατά τού Κρήσκεντος (φιλοσόφου παιδεραστού και φιλαργύρου καταπολεμούντος τον Ιουστίνον και Τατιανόν) βίαιαι επιθέσεις τού Ιουστίνου. Κατά τον Τατιανόν, τους φιλοσόφους τού είδους τούτου ο Ιουστίνος ήλεγχεν ως «λίχνους και απατεώνας» (Προς Έλλ., 19. Β.Ε.Π. 4, 255).
93. «Der erste wirkliche Humanist in der Geschichte des Christentums». F. Buonaiutl: Geschichte des Christentums I, Bern 1948. S. 111, παρά Alfred Adam, Lehrbuch der Dogmengeschichte, Bd. 1, Gütersloh 1965, σελ. 137.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου