Δευτέρα 11 Μαρτίου 2013

σχηματισμός της ρωμαίκης συνείδησης

σχηματισμός της ρωμαίκης συνείδησης



Μέρος Β’
Ο σχηματισμός της ρωμαίκης συνείδησης


Κεφάλαιο 4
Το υπερεθνικό κράτος

Στο κεφάλαιο αυτό θα εξετάσουμε την εθνική συνείδηση των προγόνων μας από το 300 μ.Χ. και μετά. Πρόκειται για την ίδια εθνική συνείδηση που διατηρήθηκε ως τις μέρες της απελευθέρωσης της Ελλάδας το 1830 και που, σε μεγάλο βαθμό, μας διαφοροποιεί από τους δυτικοευρωπαίους. Για να καταλάβουμε καλύτερα αυτή τη «ρωμαίικη εθνική συνείδηση» πρέπει να μελετήσουμε την εθνική συνείδηση των Ρωμαίων του 4ου, 5ου και 6ου αιώνα, όταν αρχίζουν οι συγκρούσεις ανάμεσα στους Ρωμαίους και στους βαρβάρους, δηλαδή ανάμεσα στους προγόνους μας και στους προγόνους των σημερινών δυτικοευρωπαίων. Κάτι τέτοιο δεν είναι εύκολο σήμερα, αφού για να αποκτήσουμε μια σωστή εικόνα της εποχής πρέπει να αποδιώξουμε τις σύγχρονες αντιλήψεις μας που είναι ανεξίτηλα σφραγισμένες από την έννοια του «εθνικού κράτους» (nation-state). Τα εθνικά κράτη χαρακτηρίζονται από τους κοινούς δεσμούς αίματος – γλώσσας – παράδοσης – ιστορίας οι οποίοι τα διαφοροποιούν από άλλα εθνικά κράτη.

Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ήταν κάτι διαφορετικό. Ήταν ο ισχυρότερος πολιτικός οργανισμός στην ως τότε Ιστορία της ανθρωπότητας και, επιπλέον, μετά την ενσωμάτωση της Ελλάδας και τη σταδιακή δημιουργία του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού, ο αποκλειστικός φορέας πολιτισμού στην Ευρώπη και τη Μεσόγειο. Σ’ όλη αυτή την τεράστια έκταση δεν υπήρχε άλλο πολιτισμένο κράτος. Μέσα στην αυτοκρατορία υπήρχαν πολλά έθνη, διάφορες γλώσσες και διάφορες θρησκείες, όμως όλα αυτά ήταν ασήμαντα μπροστά στη διαφορά Ρωμαίου και βαρβάρου, τη διαφορά πολιτισμού και πρωτογονισμού. (Μέχρι τα μέσα του 4ου αιώνα κανένας βαρβαρικός λαός δεν είχε καν ανακαλύψει τη γραφή. Οι Γότθοι ήταν οι πρώτοι που απέχτησαν αλφάβητο τότε).
Σ’ αυτό το πολυεθνικό κράτος οι πολίτες του (και όσοι κάτοικοι δεν είχαν γίνει πολίτες ως το 212 μ.Χ. έγιναν τότε) ήταν περήφανοι για την ρωμαϊκότητά τους και για την παιδεία τους. Η φυλετική και εθνική καταγωγή σταδιακά έπαψαν να είναι αποφασιστικοί παράγοντες για το σχηματισμό της συλλογικής συνείδησης, και η ρωμαϊκότητα περιβλήθηκε – όπως συμβαίνει συχνά σ’ αυτές τις περιπτώσεις – μεταφυσικό ένδυμα. Η Ρώμη απεκαλείτο «αιωνία πόλη» και η πίστη στην αιωνιότητά της ήταν βαθύτατη και ακλόνητη.
Οι ίδιοι οι βάρβαροι στέκονταν έκθαμβοι μπροστά σ’ αυτό το κολοσσιαίο πολιτικό και στρατιωτικό οικοδόμημα. Όνειρό τους δεν ήταν να το γκρεμίσουν – δεν υπάρχει η παραμικρή τέτοια ένδειξη – αλλά να γίνουν μέλη του. Κατατάσσονταν στο ρωμαϊκό στρατό ως μισθοφόροι και προσπαθούσαν να γευθούν κάτι από το μεγαλείο του πλούσιου γείτονα. Ίσως το μόνο σύγχρονο παράδειγμα που μπορεί να βοηθήσει στην κατανόηση αυτής της σχέσης είναι η μετανάστευση στην Αμερική. Η Αμερική είναι κι αυτή μια παντοδύναμη, πλούσια, πολυεθνική χώρα στην οποία κάθε προηγούμενη εθνική περηφάνεια του μετανάστη σβήνει μπροστά στην περηφάνεια ότι κάποτε θα γίνει Αμερικάνος. Όνειρο του εξαθλιωμένου χωρικού από το Σαλβαδόρ και τη Γουατεμάλα δεν είναι να καταστρέψει αυτό που αντικρύζει, αλλά να τον αποδεχθούν οι Αμερικάνοι ως ίσο, να τον κάνουν συμμέτοχο στο «βασίλειό» τους.
Κάπως έτσι πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας την αρχική σχέση των βαρβάρων με τους Ρωμαίους. Πολλοί απ’ αυτούς κατάφεραν πραγματικά να εξελιχθούν στο στράτευμα. Ένας μάλιστα, ο Στηλίχων, έφτασε να κρατάει στα χέρια του την υπεράσπιση της ίδιας της Ιταλίας γύρω στα 400 μ.Χ., με τον τίτλο του magister militum.
Η λάμψη της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, και ο σεβασμός των βαρβάρων, διατηρήθηκαν για πολύ μετά την πτώση της Ρώμης. Άλλωστε και ο ίδιος ο θεωρούμενος –λαθεμένα- οριστικός κατακτητής της, ο Οδόακρος το 476, δεν τόλμησε να υποκαταστήσει τον αυτοκράτορα Ρωμύλο-Αυγουστύλο τον οποίο εξεδίωξε. Λέμε «λαθεμένα» γιατί δεν υπήρχε τίποτα το οριστικό σ’ αυτή την κατάκτηση. Εξήντα χρόνια αργότερα, ο ρωμαϊκός στρατός υπό το Βελισσάριο και το Ναρσή απελευθέρωσε πάλι την πόλη. Το μόνο που συνέβηκε οριστικά το 476 ήταν η κατάργηση της δυαρχίας που ήταν κληρονομιά του Θεοδόσιου του Α’ από το 395. Από δω και πέρα υπάρχει μόνον ένας αυτοκράτορας των Ρωμαίων, με έδρα την Κωνσταντινούπολη. Δυστυχώς, η χρήση του παραπλανητικού όρου «βυζαντινός» μας εμποδίζει να δούμε τα πράγματα όπως πραγματικά ήταν, κι έτσι διαβάζουμε για «βυζαντινή κατάκτηση της Ιταλίας» επί Ιουστινιανού. Ο Οδόακρος έστειλε τα αυτοκρατορικά σύμβολα στον αυτοκράτορα της ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας Ζήνωνα, από τον οποίο ζήτησε να τον ονομάσει πατρίκιο και να του επιτρέψει να κυβερνήσει στη Δύση εξ ονόματός του.
Το ίδιο συνέβηκε και με το νικητή του Οδόακρου, Οστρογότθο Θεοδώριχο (ο οποίος ανατράφηκε στην Κωνσταντινούπολη), βασιλιά της Ιταλίας από το 493 ως το 526. Ο Θεοδώριχος έκοψε νομίσματα μόνο στο όνομα του αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης και υιοθέτησε το όνομα Φλάβιος. Στον αυτοκράτορα Αναστάσιο έγραφε: «regnum nostrum imitation vestra est, unici exemplar imperii» («Το βασίλειό μας είναι μίμηση του δικού σας, υπόδειγμα μοναδικής αυτοκρατορίας»).

Πολύ συχνά οι βάρβαροι προσπαθούσαν να μιμηθούν τα εξωτερικά χαρακτηριστικά του Ρωμαϊκού τυπικού. Ο Γρηγόριος επίσκοπος Τουρενσίου (Tour) μας έχει διασώσει την περιγραφή της ανακήρυξης του Χλωδοβίκου (Clovis ή Clodwig), βασιλιά των Φράγκων, σε ύπατο (consul) το 508: «Ο αυτοκράτορας Αναστάσιος έστειλε γράμματα στο Χλωδοβίκο για να του απονείμει την υπατεία. Ο Χλωδοβίκος στάθηκε στην εκκλησία του αγίου Μαρτίνου, περιβεβλημένος χιτώνα και στρατιωτικό μανδύα, και στεφανώθηκε με διάδημα. Στη συνέχεια ίππευσε το άλογό του και μοίρασε με τα χέρια του χρυσά και ασημένια νομίσματα στο πλήθος που παρευρισκόταν από την πόρτα της εκκλησίας του αγίου Μαρτίνου ως τον καθεδρικό της Τουρ. Και από κείνη την ημέρα ονομαζόταν Ύπατος ή Αύγουστος».
Η επιτηδευμένη προσπάθεια ενός βάρβαρου ηγεμόνα να ακολουθήσει τα ρωμαϊκά πρότυπα – μέχρι και την καθιερωμένη μοιρασιά νομισμάτων – δε χρειάζεται ιδιαίτερα σχόλια. Είναι φανερό ότι το υπέρτατο όνειρο κάθε βαρβάρου ήταν να μπορέσει να μοιάσει σε Ρωμαίο.
Ακόμη πιο χαρακτηριστική είναι η στάση των Λογγοβάρδων οι οποίοι μεταξύ 570-600 ολοκλήρωσαν την οριστική πτώση της Ιταλίας στους βαρβάρους. Πέρα από τη Ρώμη, την περιοχή της Ραβέννας, της Νάπολης, της Καλαβρίας και της Σικελίας, οι υπόλοιποι Ρωμαίοι της δυτικής αυτοκρατορίας είναι πια οριστικά υπόδουλοι από δω και πέρα. Παρ’ όλο που είχαν περάσει πάνω από 200 χρόνια από τότε που η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία άρχισε να δείχνει τις αδυναμίες της απέναντι στους βαρβάρους, οι κατακτητές Λογγοβάρδοι δεν τόλμησαν να ονομάσουν τους εαυτούς τους κυρίους της ιταλικής γης. Ο Λογγοβάρδος Παύλος ο Διάκονος, γράφοντας το 780 την Ιστορία του λαού του, αναφέρει (σε μια πολυσυζητημένη φράση) ότι οι Λογγοβάρδοι έμειναν στην Ιταλία ως «φιλοξενούμενοι» («hospes/hospites») των Ρωμαίων ιδιοκτητών. Το ότι χρησιμοποιείται αυτή η λέξη, αντί της λέξης «πάτρονας» που ταιριάζει σε ένα φεουδαρχικό σύστημα, αποτελεί ένδειξη ότι οι Ρωμαίοι δεν έχασαν τον τίτλο ιδιοκτησίας τους. Η προσωρινότητα την οποία υποδηλώνει η λέξη «hospes» δεν μπορεί παρά να έχει μια μόνο εξήγηση. Αφού τα όπλα των Λογγοβάρδων είχαν υποτάξει αμετάκλητα τους Ρωμαίους στην περιοχή που αναφέραμε, αυτή η διστακτικότητα πρέπει κατά τη γνώμη μας να αποδοθεί στη συνεχιζόμενη λάμψη του Ρωμαϊκού θρύλου.
Πάντως το πιο εντυπωσιακό στοιχείο που αποδεικνύει την αίγλη της Ρωμαϊκής αρχής είναι η χρήση του τίτλου «αυτοκράτορας Ρωμαίων»¨από βάρβαρους ηγεμόνες όπως ο Καρλομάγνος και ο Όθων Α’ τον 9ο και 10ο αιώνα, 400 και 500 χρόνια μετά την «οριστική» πτώση της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Φαίνεται ότι ακόμη και τότε, στη συνείδηση κάθε μεσαιωνικού ανθρώπου, μόνη νόμιμη υπέρτατη εξουσία παρέμενε ο Ρωμαίος αυτοκράτορας. Αυτός και μόνο είχε δικαίωμα εξουσίας πάνω σε όλους του Χριστιανούς της Οικουμένης. Στις λεπτομέρειες της στέψης του Καρλομάγνου σε αυτοκράτορα θα επανέρθουμε στο 8ο κεφάλαιο.
Ολοκληρώνοντας αυτή την ενότητα θα επαναλάβουμε ότι η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ήταν ένα κράτος στο οποίο ήταν αδύνατο να αναπτυχθούν φυλετικοί και εθνικιστικοί φανατισμοί στη μορφή που γνώρισε η ανθρωπότητα από το 1800 και μετά. Στην υπερεθνική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία με τις διάφορες εθνότητες να συμμετέχουν περήφανες στην ιδέα της «ρωμαϊκότητας», οποιοσδήποτε πρώην βάρβαρος μπορούσε να γίνει Ρωμαίος αρκεί να αποδεχόταν την ελληνορωμαϊκή παιδεία και παράδοση. Με γάμους και επιμειξίες πολλοί βάρβαροι ενσωματώθηκαν στη Ρωμαϊκή κοινωνία. Ο Στηλίχων, τον οποίον αναφέραμε πιο πάνω, είχε παντρευτεί την ανηψιά του αυτοκράτορα Θεοδοσίου του Μεγάλου. Ο Χριστιανισμός, που κυριάρχησε σταδιακά σε όλη την Αυτοκρατορία, έδωσε το τελειωτικό χτύπημα στις εθνικές διακρίσεις.
Από κει και ύστερα, η υπερεθνική ρωμαϊκή ιδεολογία, διευρυμένη χάρη στη χριστιανική διδασκαλία της αδελφωσύνης όλων των ανθρώπων, διατηρήθηκε επί αιώνες στη «βυζαντινή» αυτοκρατορία που ήταν επίσης ένα υπερεθνικό κράτος. Γι’ αυτό και δεν έχει κανένα απολύτως νόημα η συζήτηση που απασχολεί ακόμη και σήμερα τους ιστορικούς για το πόσο «ελληνική» ήταν η «βυζαντινή» αυτοκρατορία (βλ. π.χ. τις συγκρουόμενες απόψεις των Mango, Charanis και Καραγιαννόπουλου). Από εθνική σκοπιά δεν ήταν ούτε ελληνική ούτε βυζαντινή: ήταν ρωμαϊκή και υπερεθνική. (Πολιτιστικά, βέβαια, ήταν αναμφισβήτητα ο μοναδικός φορέας του ελληνικού πολιτισμού).
Το ίδιο κενές περιεχομένου είναι και οι διαμάχες για τη θέση των Σύρων ή αργότερα των Σλάβων απέναντι στους «Έλληνες». Στη «βυζαντινή» αυτοκρατορία αυτοκράτορας ή πατριάρχης μπορούσε να γίνει οποιοσδήποτε, ανεξάρτητα από τη γεωγραφική ή φυλετική καταγωγή του. Ήδη στα μέσα του 8ου αιώνα βρίσκουμε έναν Σλάβο, το Νικήτα, Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Και αν προχωρήσουμε παραπέρα, στα πρόσωπα στα οποία έτρεφαν το μεγαλύτερο σεβασμό οι Ρωμηοί, στους αγίους, θα δούμε ότι προέρχονται από όλες τις γωνιές της Ρωμανίας και μπορεί και να μη γνώριζαν καν ελληνικά. Ο R. Browning αναφέρει χαρακτηριστικά τον άγιο Δανιήλ τον Στυλίτη που έζησε σε ένα στύλο κοντά στην Κωνσταντινούπολη από το 460 ως το 493 και τον οποίον επισκέπτονταν και συμβουλεύονταν οι αυτοκράτορες Λέων και Ζήνων. Ο άγιος Δανιήλ δεν έμαθε ποτέ ελληνικά. Τα λόγια του τα μετέφραζαν από τα συριακά οι μαθητές του. Εξίσου εντυπωσιακό είναι το γεγονός ότι ο άγιος Δημήτριος, προστάτης της Θεσσαλονίκης εναντίον των Σλάβων κατά τις επιδρομές του 6ου, 7ου και 8ου αιώνα, έγινε στη συνέχεια, όπως σημειώνει ο Ομπολένσκυ, ένας από τους πιο λαοφιλείς αγίους στο μεσαιωνικό Σλαβικό κόσμο.
Οι Ρωμηοί διατήρησαν την ίδια υπερεθνική συνείδηση ακόμη και μετά την υποδούλωση στους Τούρκους. Μια ξεχωριστή μελέτη θα μπορούσε να υποδείξει ότι αυτή την οικουμενική αντίληψη εξέφραζε ο Ρήγας Φεραίος όταν καλούσε όλους τους λαούς των Βαλκανίων να ενωθούν. Η αντίληψη του Ρήγα Φεραίου δεν μπορεί να προέρχεται μόνον από το πνεύμα του Διαφωτισμού της εποχής, το οποίο τόνιζε την αυτοδιάθεση κάθε έθνους. Έχει βαθύτερες ρίζες στην κοινή ρωμαίικη («βυζαντινή») παράδοση των λαών της περιοχής, όπου το πιο σημαντικό δεν ήταν η φυλετική καταγωγή αλλά η ορθόδοξη πίστη και η ελληνική παιδεία.
Βέβαια, για τους δυτικοευρωπαίους με την περιορισμένη Ιστορία και τη βαρβαρική παράδοση όλα αυτά δεν γίνονταν εύκολα κατανοητά. Έτσι προσπαθούσαν πάντα να εξηγήσουν τα επιτεύγματα ενός λαού με απλοϊκές φυλετικές ερμηνείες, όπου κάποιοι λαοί ή κάποιες κοινωνικές τάξεις ήταν λόγω αίματος πιο «ευγενείς» από άλλους. Το 19ο αιώνα, μάλιστα, οι πλέον «επιστημονικές» φυλετικές θεωρίες έφτασαν να κατατάσσουν τους λαούς ανάλογα με τη χωρητικότητα του κρανίου («βραχυκέφαλοι», «δολιχοκέφαλοι», κλπ). Μέσα σ’ αυτό το ρατσιστικό σκεπτικό, τις συνέπειες του οποίου πλήρωσε πανάκριβα όλη η ανθρωπότητα κατά τον 20ό αιώνα, τοποθετούνται και θεωρίες τύπου Φαλμεράιερ που τόσο συντάραξαν τους Έλληνες πριν 150 χρόνια. Δυστυχώς ο εκδυτικισμός της Ελλάδας παρέσυρε πολλούς ιστορικούς μας σε απαντήσεις μέσα στο δυτικό πλαίσιο που έθεσε ο Φαλμεράιερ. Η όλη προσπάθεια, δηλαδή, στράφηκε στο να αποδείξουμε πως, ναι, κυλάει ακόμα μέσα μας το αίμα του Περικλή, αντί να απορρίψουμε ως εντελώς λαθεμένη και ανούσια μια συζήτηση που ξεκινάει από φυλετικά, αντί για πολιτιστικά, χαρακτηριστικά. Είναι κι αυτό μια ένδειξη για το πόσο αδιόρατα έχει εισβάλει ο αντιρωμαίικος δυτικός τρόπος σκέψης στη νεώτερη Ελλάδα.
Ας επανέλθουμε όμως στην εποχή που εξετάζουμε, μετά τις βαρβαρικές εισβολές. Πέρα απ’ όσα είπαμε, οι Ρωμαίοι γνώριζαν καλά ότι οι βάρβαροι που δεν δέχονταν αυτή την πολιτιστική ενσωμάτωση παρέμεναν ξένο σώμα, ακόμη κι αν κατοικούσαν σε πρώην εδάφη της αυτοκρατορίας. Αυτή η ξεκάθαρη (πολιτιστική και όχι φυλετική) διαφοροποίηση συνεχίστηκε για αιώνες, παρ’ όλο που οι δυτικοί ιστορικοί θέλουν να πιστεύουν ότι Ρωμαίοι και βάρβαροι συγχωνεύθηκαν και έτσι γεννήθηκε ο δυτικοευρωπαϊκός πολιτισμός. Στην πραγματικότητα, και για όσο διάστημα έχουμε στοιχεία, οι υποταγμένοι Ρωμαίοι διατηρούν την ταυτότητά τους και ο δυτικοευρωπαϊκός πολιτισμός σχηματίζεται καταστρέφοντας τα υλικά και πνευματικά μνημεία του ελληνορωμαϊκού κόσμου.
Ας δούμε λίγο πιο προσεκτικά τι απέγιναν οι Ρωμαίοι στις κατακτημένες περιοχές από το 476 και μετά. Όταν ο Οστρογότθος Θεοδώριχος (ο οποίος είναι αξιοσημείωτο ότι αποκαλείται «Μέγας» στη δυτική ιστοριογραφία!) ανέτρεψε τον Οδόακρο και έγινε κύριος της Ιταλίας (493), δεν επέβαλε τη γοτθική διοίκηση και νομοθεσία πάνω στους Ρωμαίους. Ο αυτοκράτορας Αναστάσιος τον αναγνώρισε ως «ρήγα» (rex) και ο Θεοδώριχος εγκατέστησε δυαδική διοίκηση. Οι Οστρογότθοι διοικούσαν όλους τους μη-Ρωμαϊκούς πληθυσμούς και Ρωμαίοι αξιωματούχοι τους Ρωμαίους.
Λίγο μετά το θάνατο του Θεοδώριχου ο ρωμαϊκός στρατός του Ιουστινιανού απελευθέρωσε την Ιταλία και επανένωσε την αυτοκρατορία. Η ελευθερία όμως δεν κράτησε πολύ. Από το 568 νέα βαρβαρικά φύλα, οι Λογγοβάρδοι, κυριάρχησαν στην ιταλική χερσόνησο λεηλατώντας και καταστρέφοντας τα πάντα. Οι λιγοστοί Ρωμαίοι πολίτες που επέζησαν μετατράπηκαν σε δουλοπάροικους ή ημιελεύθερους καλλιεργητές της γης. Αν και διαθέτουμε ελάχιστα στοιχεία για την κατάστασή τους αυτή την περίοδο, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η απόσταση Ρωμαίων και βαρβάρων διατηρήθηκε μέσα σ’ αυτό το καθεστώς βαρβαρικής κατοχής. Υπήρχαν τρεις σημαντικοί λόγοι γι’ αυτό.
Ο πρώτος ήταν η πολιτιστική διαφορά, όπως την εκθέσαμε και παραπάνω. Επιπλέον υπήρχαν και θρησκευτικές διαφορές. Οστρογότθοι, Βησιγότθοι, Βάνδαλοι και Λογγοβάρδοι ήταν αρειανοί στο θρήσκευμα και μόνον οι Φράγκοι ασπάστηκαν από την αρχή την Ορθοδοξία. Αυτό σήμαινε ότι, ακόμη και σε περιοχές όπου συγκατοικούσαν, οι Ρωμαίοι και οι βάρβαροι δεν έρχονταν σε άμεση κοινωνία. Τέλος, ο τρίτος πολύ σημαντικός λόγος για τον οποίο δεν αφομοιώθηκαν οι βάρβαροι ήταν ότι τις διαφορές στεγανοποιούσε και η διαφορετική νομική παράδοση. Οι νόμοι των γερμανικών φυλών (Λογγοβάρδων, Φράγκων, κλπ) ήταν προσωπικοί ενώ οι ρωμαϊκοί ήταν γεωγραφικοί. Αυτό σήμαινε ότι, για παράδειγμα, ένας Λογγοβάρδος κρινόταν με βάση το λογγοβαρδικό νόμο, ανεξάρτητα από το που ζούσε. Αντίθετα, στο ρωμαϊκό δίκαιο, όλοι οι κάτοικοι στο έδαφος της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, ανεξάρτητα από εθνικότητα, κρίνονταν με βάση το ρωμαϊκό δίκαιο, πράγμα που βοηθούσε στην εξάλειψη των εθνικών διαφορών. Η γερμανική νομοθεσία έπαιξε έτσι σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της «εθνικής συνείδησης» των βαρβαρικών φυλών, αφού ξεχώριζε αυστηρά τους διάφορους λαούς. Η νομική παράδοση συντέλεσε μ’ αυτό τον τρόπο στην εξαφάνιση της οικουμενικής Ρωμαϊκής συνείδησης στη Δύση και στην εμφάνιση του εθνικισμού και, κυρίως, του ρατσισμού ο οποίος δεν έπαψε από τότε να αποτελεί μόνιμο, εγγενές στοιχείο στις δυτικές κοινωνίες.
Οι υπόδουλοι Ρωμαίοι αντιστάθηκαν σ’ αυτή την πολιτιστική οπισθοδρόμηση. Από τα τμήματα του λογγοβαρδικού δικαίου που έχουν διασωθεί (παράδειγμα η νομοθεσία του Λιουτπράνδου, βασιλιά των Λογγοβάρδων 712-744) φαίνεται ότι οι Ρωμαίοι εξακολουθούσαν, 150 χρόνια μετά την υποταγή τους στους Λογγοβάρδους, να υπόκεινται στο δικό τους δίκαιο. Για παράδειγμα, ένας νόμος ορίζει ότι αυτοί που γράφουν συμβόλαια, είτε σύμφωνα με τους νόμους των Λογγοβάρδων, είτε σύμφωνα με τους νόμους των Ρωμαίων, δεν πρέπει να τα γράφουν σε αντίθεση με αυτούς τους νόμους. Επίσης, σύμφωνα με το ίδιο δίκαιο, αν μια Λογγοβάρδα παντρευόταν Ρωμαίο έχανε τα δικαιώματά της, και τα παιδιά αυτού του γάμου θεωρούνταν Ρωμαίοι και υπόκεινταν πλέον στους ρωμαϊκούς νόμους.
Ας προσέξουμε λίγο καλύτερα την τελευταία διάταξη της νομοθεσίας του Λιουτπράνδου που έχει, κατά τη γνώμη μας, μεγάλη σημασία. Κατ’ αρχήν, είναι αξιοπρόσεκτο και πολύ σημαντικό το ότι οι ρωμαϊκοί νόμοι ήταν γνωστοί και εξακολουθούσαν να ισχύουν για τους Ρωμαίους. Επιπλέον, η διάταξη δηλώνει ξεκάθαρα ότι οι δύο λαοί παρέμεναν χωρισμένοι, σε μια αυστηρή σχέση κατακτητή-κατακτημένου. Μάλιστα ένας Ρωμαίος δεν μπορούσε καν να ανέβει στην τάξη των «κυρίων» μέσω γάμου (ενώ είδαμε προτήτερα ότι στο Ρωμαϊκό κράτος ένας βάρβαρος μπορούσε άνετα να ανελιχθεί με γάμο ή άλλο τρόπο). Αντίθετα η σύζυγός τους έχανε τα δικαιώματα της και «έπεφτε» στις τάξεις των (πιθανότατα δουλοπάροικων) Ρωμαίων. Αξίζει εδώ να σημειώσουμε ότι οι Λογγοβάρδοι, ακολουθώντας μια παλιά γερμανική παράδοση, είχαν θεσπίσει μια σταθερή τιμή («wergild») για τη ζωή κάθε ανθρώπου. Την τιμή αυτή πλήρωνε όποιος σκότωνε ή τραυμάτιζε κάποιον. Είναι χαρακτηριστικό ότι η ζωή ενός ελεύθερου γαιοκτήμονα (Λογγοβάρδου) αποτιμόταν 300 solidi (το ρωμαϊκό χρυσό νόμισμα)μ ενός ελεύθερου ακτήμονα 150 solidi, ενώ του ημιελεύθερου aldius (στην κατηγορία αυτή ανήκαν οι περισσότεροι υπόδουλοι Ρωμαίοι) μόλις 60 solidi.
Οι κατακτημένοι Ρωμαίοι προσπάθησαν απεγνωσμένα να διατηρήσουν ό,τι μπορούσαν από τον πολιτισμό τους σ’ αυτό το καθεστώς βαρβαρικής κατοχής. Στην προσπάθεια αυτή είχαν πάντα συμπαράσταση από τις ελεύθερες περιοχές της αυτοκρατορίας. Όπως αναφέραμε και πιο πάνω, στην Ιταλία ελεύθερες παρέμεναν η Ραβέννα με τη γύρω περιοχή, η Ρώμη και το μεγαλύτερο τμήμα της Νότιας Ιταλίας. Την εξουσία του αυτοκράτορα αντιπροσώπευε εκεί ο έξαρχος της Ραβέννας. Όλη η ιστορία της Ιταλίας από το θάνατο του Ιουστινιανού (567) μέχρι την εποχή της νομοθεσίας του Λιουτπράνδου είναι μια σειρά από πολέμους και συμβιβασμούς μεταξύ Ρωμαίων και Λογγοβάρδων.
Η αντίσταση ενάντια σε κάθε λογής βαρβάρους αποτέλεσε βασικό εθνικό χαρακτηριστικό που σφράγισε τη συνείδηση των Ρωμηών σε όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα. Δεν είναι εύκολο να αποδείξει κανείς ιστορικά ότι ο κύριος εθνικός σκοπός της αυτοκρατορίας μετά το 400 μ.Χ. ήταν η άμυνα, η υπεράσπιση του πολιτισμού απέναντι σε αλλεπάλληλες βαρβαρικές επιδρομές. Πραγματικά: ο μόνος πόλεμος που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί επιθετικός στα 1100 χρόνια της χριστιανικής Ρωμανίας ήταν ο πόλεμος του Ηρακλείου κατά των Περσών. Μόνον τότε προχώρησε η αυτοκρατορία πέρα από τα όρια που είχε κληρονομήσει από την ειδωλολατρική Ρώμη. Όλοι οι άλλοι πόλεμοι έγιναν για να ανακτηθούν ρωμαϊκά εδάφη και να απελευθερωθούν υπόδουλοι Ρωμαίοι, στην Ιταλία, στη Β. Αφρική, στη Μέση Ανατολή, στα Βαλκάνια. Με το πέρασμα του χρόνου έγινε φανερό πως η απελευθέρωση όλων των Ρωμηών είχε καταστεί αδύνατη. Σ’ αυτή την πικρή συνειδητοποίηση πρέπει να αναζητηθούν τα σπέρματα του «καημού της Ρωμηοσύνης», της ιδεολογίας του αλυτρωτισμού και της αίσθησης «αδικίας» αλλά και αδυναμίας απέναντι στις επιδιώξεις των ξένων, που καθόρισε το νέο ελληνισμό μέχρι και τον εικοστό αιώνα...
Ο «καημός της Ρωμηοσύνης» και ο πέρα από φυλετικές διακρίσεις υπερεθνικός χαρακτήρας του Ρωμαίικου κράτους αποτέλεσαν δύο σημαντικότατους παράγοντες στη διαμόρφωση της εθνικής μας συνείδησης. Και οι δυο είναι παντελώς άγνωστοι και ακατανόητοι στη Δύση. Δεν είναι, επομένως, δύσκολο να αντιληφθούμε ότι σ’ αυτή τη διαφορά οφείλονται πολλές από τις σύγχρονες παρεξηγήσεις και απογοητεύσεις ανάμεσα στους νεοέλληνες και τους δυτικοευρωπαίους. Στο κεφάλαιο που ακολουθεί θα έχουμε την ευκαιρία να αναλύσουμε το ρόλο που έπαιξε στο σχηματισμό της εθνικής μας συνείδησης, η Τρίτη μεγάλη διαφορά μας με τους δυτικούς, η Ορθόδοξη Χριστιανική Πίστη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου