ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ
Τήν 10η τοῦ ἰδίου μηνός, ἑορτάζουμε τόν ἀδελφό τοῦ Μ. Βασιλείου, ἕναν Ἅγιο γνωστό, μόνο, δυστυχῶς, στούς κληρικούς καί θεολόγους, τόν φιλοσοφικώτερο τῶν Ἀνατολικῶν Πατέρων, τόν ἐμβριθέστατο καί πνευματικότατο Γρηγόριο, ἐπίσκοπο Νύσσης (395 μ. Χ.).
Ο ΕΟΡΤΙΟΣ ΜΗΝΑΣ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ
(ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟΥΣ ΠΑΤΕΡΕΣ ΚΑΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΥΣ ΤΟΥ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ)
ὑπό π. Νικηφόρου Νάσσου
«Τούς διδασκάλους ἡμῶν ἐπαινέσωμεν∙ τούς πατέρας οἱ παῖδες κατά χρέος τιμήσωμεν».[1]
Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως εἶναι γνωστό, ὑπῆρξαν οἱ πραγματικοί θεολόγοι, οἱ ἀπλανεῖς Διδάσκαλοι, οἱ αὐθεντικοί ἑρμηνευταί τῶν Γραφῶν. Δέν θά πρέπει νά λησμονοῦμε ὅτι ἡ ὀρθόδοξη Θεολογία δέν εἶναι στοχασμοί καί συλλήψεις διανοητικές, ἀλλά ἐμπειρία τῆς Πεντηκοστῆς, μέθεξη τῆς Ἀκτίστου Χάριτος! Αὐτή ἡ βιωμένη Θεολογία τῶν Πατέρων μας, ἀποτελεῖ κτιστή ἔκφραση καί ἑρμηνεία τῆς ζωντανῆς καί ἀκτίστου ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ μέσα στή συγκεκριμένη ἱστορική πραγματικότητα τῆς ζωῆς τῶν θεουμένων ἐκφραστῶν της.
Γι᾿ αὐτό τιμοῦμε, ὡς φιλοπάτορες υἱοί, τούς Ἁγίους μας Πατέρες, τούς πραγματικούς Θεολόγους και Ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας μας. Καί εἶναι γνωστόν ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας εἶναι, ἐκτός τῶν ἄλλων, ἡ Ἐκκλησία τῆς Παραδόσεως καί αὐτήν τήν ζῶσα Παράδοση ὡς ἁγιοπνευματική ἐμπειρία, διαμορφώνουν διαχρονικά οἱ Πατέρες μέ τή ζωή τους καί τήν διδασκαλία τους
Αὐτοί οἱ τρισόλβιοι, ἀγωνίστηκαν στόν πνευματικό στίβο, καθάρθηκαν, φωτίστηκαν, θεώθηκαν καί κατέστησαν τήν ψυχή καί τήν καρδία τους ὑπαρξιακή χώρα τοῦ ἀχωρήτου Θεοῦ! Ἔτσι, μίλησε ἐντός τους τό Παράκλητον Πνεῦμα τῆς Ἀληθείας καί τούς ἐνέπνευσε τήν πραγματική Θεολογία, τήν ὁποία με τον δικό τους τρόπο καί τήν μεγάλη παιδεία τους ἐξέφρασαν σέ Οἰκουμενικές Συνόδους καί ὅπου ἀλλοῦ χρειάστηκε, ὁμολογιακῶς. Καί μέ αὐτή τήν Πατερική Θεολογία πορεύεται διαχρονικῶς ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ στόν κόσμο αὐτό και ὁδηγεῖ τά πιστά καί φωτόμορφα τέκνα της στή μέθεξη τῆς Αἰωνίου Ζωῆς «ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ».
Μέσα στόν μῆνα Ἰανουάριο, τιμοῦμε πολλούς Πατέρες, κεκοσμημένους καί μέ τά δύο λειτουργήματα, τοῦ Πατρός καί τοῦ Διδασκάλου. Ὅμως, ἑορτάζουμε - ἐκτός τῶν ἄλλων - καί τήν «πεντάχορδον λύραν τοῦ Πνεύματος», τούς πέντε πολύ σημαντικούς γιά τή Θεολογία Πατέρες πού διεμόρφωσαν καί διετύπωσαν τήν δογματική Διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας καί ἑννοοῦμε τόν Μέγα Ἀθανάσιο Ἀλεξανδρείας, τούς Τρεῖς Μεγάλους Ἱεράρχες Βασίλειο, Γρηγόριο Θεολόγο καί Ἰωάννη Χρυσόστομο καί τόν ἅγιο Κύριλλο Ἀλεξανδρείας, τήν «σφραγίδα τῆς Πατερικῆς Παραδόσεως».[2]
Στό κείμενο αὐτό θά γίνει μιά ὀνομαστική ἀναφορά σέ Πατέρες πού τιμῶνται ἀπό τήν Ἐκκλησία μας μέσα στόν μῆνα Ἰανουάριο καί θά ὑπογραμμισθοῦν περιληπτικά κάποια ἰδιαίτερα στοιχεῖα ἀπό τή ζωή καί τά συγγράμματά τους.
Ἀπό τήν πρώτη ἡμέρα τοῦ Ἰανουαρίου μηνός, τό κολοσσιαῖο ἀνάστημα τοῦ μοναδικοῦ καί ὄντως Μεγάλου Βασιλείου (+379), κορυφαίου θεολόγου τοῦ 4ου αἰῶνος καί πανεπιστήμονος τῆς ἐποχῆς του, προβάλλει καί συγκινεῖ, διδάσκει καί μυσταγωγεῖ, ἀναφλέγει τήν καρδία καί στρέφει τήν ψυχή πρός τόν πόθο τοῦ Θεοῦ, κάνει τό νοῦ νά ἰλιγγιᾶ καί νά ἐξίσταται πρό τοῦ μεγαλείου ἑνός τόσο ὑψηλοῦ, ὄντως οὐρανοφάντορος Πατρός. Μέγας καί διαχρονικός, ὅπως τό διαβεβαιώνει ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία.
«Καθά φησί Βασίλειος», λέγει κάπου ἡ Ἁγία Ἐβδόμη Οἰκουμενική Σύνοδος, ὅπως τό διαβάζουμε στά Πρακτικά της, γιά νά προσδιορίσει μέ τόν τρόπο αὐτό τή διαχρονικότητα, τήν πάγκοινη ἀναγνώριση καί τό ἰσχυρό κῦρος στήν ἐκκλησιαστική συνείδηση τοῦ φωστῆρος τῆς Καισαρείας και ὅλης τῆς Ὀρθοδοξίας!
Τό ἴδιο θά πεῖ καί γιά τόν ἄλλο Οἰκουμενικό Πατέρα καί Διδάσκαλο, τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο. Μέγας, λοιπόν, ὁ Βασίλειος, ἐν ἔργῳ καί λόγῳ. Τό μαρτυρεῖ ἡ ἁγιώτατη πολιτεία του, οἱ ἀπροσμέτρητοι περί τήν πίστιν ἀγῶνες του, ἡ μεγάλη κοινωνική δράση του στήν ἐποχή του, τά περισπούδαστα κείμενά του, ἡ κοινωνική προσφορά του, ἡ συμβολή του στήν ὁριοθέτηση τῶν δογμάτων τῆς Ἐκκλησίας, ἡ Θεία Λειτουργία του πού τελεῖται δέκα φορές κατ᾿ ἔτος, ἡ οἰκουμενική διδασκαλία του καί, τέλος, ἡ ἁγία κοίμησή του.
Ὁ Μ. Βασίλειος, ὅπως λέγεται στήν ἀκολουθία του, ζεῖ καί σήμερα μέ τά πεφωτισμένα συγγράμματά του, «ζῇ καί παρ᾿ ἡμῖν, ὡς λαλῶν ἐκ τῶν βίβλων»! Οἱ θεόπνευστες διδαχές του ἀρδεύουν πλουσίως τό Χριστεπώνυμο πλήρωμα, μοναχούς καί ἐγγάμους, Ἀρχιερεῖς, ἱερεῖς, λαϊκούς.
Νά μιλήσουμε γιά τούς «Ὄρους κατά πλάτος» καί «Ὄρους κατ᾿ ἐπιτομήν», πού ἀποτελοῦν διδακτικότατα κείμενα τῆς μοναχικῆς ἀλλά και τῆς ἐν γένει πνευματικῆς πολιτείας τῶν Χριστιανῶν;
Ἤ γιά τό διασημότατο δοκίμιό του μέ τόν τίτλο «Πρός τούς νέους, ὅπως ἄν ἐξ ἑλληνικῶν ὠφελοῖντο λόγων», διά τοῦ ὁποίου, ὅπως ἐπισημαίνει ὀ καθηγητής Π. Χρῆστου στήν Πατρολογία του, πραγματοποιεῖ γεφύρωσιν τοῦ χάσματος μεταξύ τῆς χριστιανικῆς καί τῆς κλασσικῆς παιδείας, διά τῆς ἀναγνωρίσεως μιᾶς διπλῆς καταστάσεως βίου;
Ἤ νά ἀναφερθοῦμε στήν περίφημη πραγματεία του περί τοῦ «Οὐκ ἔστιν αἴτιος τῶν κακῶν ὁ Θεός», ἔργο πλουσιότατο, ὅπου ἐξετάζεται τό πολυθρήλυτο πρόβλημα τοῦ κακοῦ στόν κόσμο καί δίδονται ἀπαντήσεις ἐμπνευσμένες, σαφέστατες, ποιμαντικές καί θεολογικές πού πληροφοροῦν ἔσωθεν τόν ἀναγνώστη καί τόν ἀναπαύουν ὑπαρξιακά;
Ἤ νά ἐγκύψουμε στίς περισπούδαστες ἐπιστολές του, διά τῶν ὁποίων καθοδηγοῦσε καί συνεβούλευε μέ διάφορες ἐπισημάνσεις προεστῶτας Ἐκκλησιῶν, ἀρχιερεῖς καί ἱερεῖς, ἀποβλέποντας στήν ἑκκλησιαστική ἑνότητα καί τήν καταπολέμηση τῶν αἰρέσεων, παράλληλα δέ, ἐνίσχυε, παρηγοροῦσε και μυσταγωγοῦσε τούς Χριστιανούς πᾶσης τάξεως καί καταστάσεως, μέ κῦρος καί αὐθεντία, μέ πατρικότητα καί αὐστηρότητα, μέ ἀγάπη καί ἐκκλησιαστική συνείδηση, ὡς ὑπεύθυνος κυβερνήτης τῶν Ἐκκλησιῶν καί ἀληθής ποιμήν;
Ἤ γιά τό διασημότατο δοκίμιό του μέ τόν τίτλο «Πρός τούς νέους, ὅπως ἄν ἐξ ἑλληνικῶν ὠφελοῖντο λόγων», διά τοῦ ὁποίου, ὅπως ἐπισημαίνει ὀ καθηγητής Π. Χρῆστου στήν Πατρολογία του, πραγματοποιεῖ γεφύρωσιν τοῦ χάσματος μεταξύ τῆς χριστιανικῆς καί τῆς κλασσικῆς παιδείας, διά τῆς ἀναγνωρίσεως μιᾶς διπλῆς καταστάσεως βίου;
Ἤ νά ἀναφερθοῦμε στήν περίφημη πραγματεία του περί τοῦ «Οὐκ ἔστιν αἴτιος τῶν κακῶν ὁ Θεός», ἔργο πλουσιότατο, ὅπου ἐξετάζεται τό πολυθρήλυτο πρόβλημα τοῦ κακοῦ στόν κόσμο καί δίδονται ἀπαντήσεις ἐμπνευσμένες, σαφέστατες, ποιμαντικές καί θεολογικές πού πληροφοροῦν ἔσωθεν τόν ἀναγνώστη καί τόν ἀναπαύουν ὑπαρξιακά;
Ἤ νά ἐγκύψουμε στίς περισπούδαστες ἐπιστολές του, διά τῶν ὁποίων καθοδηγοῦσε καί συνεβούλευε μέ διάφορες ἐπισημάνσεις προεστῶτας Ἐκκλησιῶν, ἀρχιερεῖς καί ἱερεῖς, ἀποβλέποντας στήν ἑκκλησιαστική ἑνότητα καί τήν καταπολέμηση τῶν αἰρέσεων, παράλληλα δέ, ἐνίσχυε, παρηγοροῦσε και μυσταγωγοῦσε τούς Χριστιανούς πᾶσης τάξεως καί καταστάσεως, μέ κῦρος καί αὐθεντία, μέ πατρικότητα καί αὐστηρότητα, μέ ἀγάπη καί ἐκκλησιαστική συνείδηση, ὡς ὑπεύθυνος κυβερνήτης τῶν Ἐκκλησιῶν καί ἀληθής ποιμήν;
Μεγάλος εἶναι ὁ ἀριθμός τῶν ἐπιστολῶν τοῦ Ἁγίου, τίς ὁποίες ἀπηύθυνε πρός ἐπισήμους ἄρχοντας, πρός ρύθμισιν πολιτικῶν ἤ ἐκκλησιαστικῶν ὑποθέσεων διαφόρων περιοχῶν καί κάλυψιν ἤ ἱκανοποίησιν διαφόρων ἀναγκῶν τοῦ ποιμνίου του. Εἶναι ὅλα τά κείμενά του ἐξ ἐπόψεως πνευματικότητος καί θεολογίας, ἀπροσπέλαστα ὄντως!
Νά σημειωθεῖ, τέλος, ὅτι ὁ Βασίλειος, πέραν τῶν ἄλλων διέθετε καί σπάνιο διοικητικό χάρισμα!
Μέγας λοιπόν, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος τῆς Καισαρείας Βασίλειος καί μεγάλο τό διαχρονικό ἔργο του…
Αὐτός, τίμησε τή μικρή του ἐπισκοπική ἐπαρχία, ἐπαληθεύοντας τή ρήση τοῦ αὐταδέλφου του Μ. Βασιλείου, ὅτι πρέπει ὁ ἐπίσκοπος νά τιμήσει τήν ἐπισκοπή καί ὄχι τό ἀντίθετο, «δεῖ τόν ἐπίσκοπον σεμνύνειν τήν ἐπισκοπήν καί οὐχί σεμνύνεσθαι ὑπ᾿ αὐτῆς».
Τίμησε ὅμως καί τήν Ἐκκλησία γενικώτερα ὁ Γρηγόριος μέ τούς θεοφιλεῖς ἀγώνες του ἐναντίον τῶν αἱρετικῶν τῆς ἐποχῆς του, δοκιμάζοντας πειρασμούς, διώξεις, συκοφαντίες, ἀλλά καί τήν πικρά ἐξορία ἀπό τόν μεγάλο διώκτη αὐτοκράτορα, ἀρειανό Οὐάλη, γιά νά ἀξιωθεῖ μετά ταῦτα νά γευθεῖ τήν ἀνέκφραστη χαρά τῆς ἐπιστροφῆς στό ποίμνιό του, τό ὁποῖο τόν ὑπεδέχθη μέ μεγάλο παραλήρημα ἐνθουσιασμοῦ.
Λαμβάνει μέρος στήν Β΄ Οἰκουμενική Σύνοδο (381 μ. Χ.), ἐπί Μ. Θεοδοσίου καί τιμᾶται γιά τήν συγκεκροτημένη Θεολογία του. Ἡ Γ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος στήν Ἔφεσο (431 μ. Χ.), ἐπαινεῖ τήν σοφία καί τήν ἀρετή του καί τόν ἀποκαλεῖ ὡς «ἄνδρα μετά τόν ἀδελφόν αὐτοῦ δεύτερον ἔν τε λόγοις καί ἐν τρόποις». Ἡ δέ Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος, μετά ἀπό 400 χρόνια ἀπό τήν κοίμησή του θά τόν ἀποκαλέσει «Πατέρα Πατέρων», τιμώντας τόν μέ ἕναν μοναδικό ὄντως τίτλο, ἀποδιδόμενος σέ ἱεράρχη τῆς Ἐκκλησίας ἀπό Οἰκ. Σύνοδο.
Ὡστόσο, ἀξίζει νά σημεωθεῖ ὅτι κατά τόν ἀείμνηστο καθηγητή Στ. Παπαδόπουλο, θεμελιώδης προσφορά τοῦ Γρηγορίου καί νέο στοιχεῖο, πού μέ θεολογική συνέπεια εἰσάγει στή χριστιανική σκέψη, εἶναι ἡ σαφέστατη διάκριση τοῦ θείου ὡς «ἀκτίστου» καί τοῦ ἐγκοσμίου ὡς «κτιστοῦ»∙ τοῦ θείου ὡς «ὄντως ὄντος» καί τοῦ ἐγκοσμίου ὡς «ὑφεστῶτος» μόνον ἐφόσον σχετίζεται πρός τό θεῖο∙ τοῦ θείου ὡς «ἀτελευτήτου» καί ὄχι μόνο ὡς «ἀγεννήτου».[3]
Ἀπό τά ὑψηλά συγγράμματα τοῦ σοφωτάτου ἐπισκόπου Νύσσης, πού μαρτυροῦν τό εὑρύ φάσμα τῶν γνώσεών του, ξεχωρίζει ὁ Μέγας Κατηχητικός λόγος, τό «Περί κατασκευῆς τοῦ ἀνθρώπου» σπουδαιότατο ἔργο, ὁ περί ψυχῆς καί Ἀναστάσεως λόγος («Μακρίνεια»), ὁ περίφημος λόγος «Εἰς τό Ἅγιον Πάσχα», ἡ «Εἰς τόν βίον τοῦ Μωυσέως» ἀπράμιλλη πραγματεία κ.ἄ., μέσα ἀπό τά ὁποία φαίνεται τηλαυγῶς καί ἀποκαλύπτεται ἐναργῶς, ἡ σοφία, ἡ φιλοσοφική καί θεολογική παιδεία, ἡ λαμπρά γνώση τοῦ φυσικοῦ κόσμου, ἡ μεγάλη ἀπολογητική ἱκανότητα καί ἡ ἔμφυτη εὐφράδεια τοῦ Ἁγίου ἱεράρχου, χαρίσματα τά ὁποῖα διέθεσε στήν Ἐκκλησία, γι᾿ αὐτό καί ἐδοξάσθη τόσο ἀπό αὐτήν.
Κατά τήν 18η τοῦ Ἰανουαρίου, δύο φωστῆρες τῆς Ἀλεξανδρείας, οἱ Ἀθανάσιος (+373) καί Κύριλλος (+444), προβάλλονται στό πνευματικό στερέωμα τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Γιά τόν Μέγα Ἀθανάσιο, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος θά γράψει πώς ὅταν πρόκειται νά ἐπαινέσεις τόν Ἀθανάσιο, ἐπαινεῖς τήν ἀρετή, διότι εἶναι τό ἴδιο πράγμα νά ὁμιλήσεις γι᾿ αὐτόν τόν ἄνθρωπο, ἤ νά ἐπαινέσεις τήν ἀρετή!
«Ἀθανάσιον ἐπαινῶν, ἀρετήν ἐπαινέσομαι. Ταυτόν γάρ, ἐκεῖνον τε εἰπεῖν, καί ἀρετήν ἐπαινέσαι».[4]
Ὁ ἴδιος ἐγκωμιαστής Πατήρ, θά σημειώσει τό πολύ ἀξιοπρόσεκτο, ὅτι ὁ Ἀθανάσιος, ὁ Στῦλος τῆς Ὀρθοδοξίας ὅπως λέγει καί τό ἀπολυτίκιό του, ὑπῆρξε προσιτός στούς ἀνθρώπους, ἀλλ᾿ ἀπρόσιτος στήν ἀρετή! Υπῆρξε, λέγει, ὁ ἱεράρχης ὁ ὁποῖος ἐτίμησε τά ὅρια τοῦ λόγου καί τῆς σιωπῆς!
Ὁ βίος τοῦ Μ. Ἀθανασίου, κατά τόν βιογράφο του, ἀποτελεῖ ὁρόσημο στό ἀξίωμα τοῦ ἐπισκόπου καί ἡ διδασκαλία του νόμος τῆς ὀρθοδοξίας, ἡ δέ ἔξοδός του ἀπό τόν κόσμο αὐτό, ἦταν λαμπροτέρα τῆς εἰσόδου του.[5] Διετέλεσε ἐπίσκοπος γιά 46 ἔτη, ἐκ τῶν ὁποίων τά 17 ἦταν στήν ἐξορία!
Πολεμώντας τήν αἵρεση τοῦ Ἀρείου καί πρωτοστατώντας στόν ἀγώνα τῆς Πίστεως (ἀφοῦ ἀπό διάκονος ἔλαβε μέρος στήν Α΄ ἐν Νικαίᾳ Ἁγία Οἰκουμενική Σύνοδο), «διωγμούς ἐκαρτέρησε καί κινδύνους ὑπήνεγκε», ὅπως λέγουν τά τροπάρια τῆς ἀσματικῆς Ἀκολουθίας του. Νά σημειωθεῖ ὅτι «γιά τέσσερες δεκαετίες καί πλέον (328 -373) ἀπέβη τό σύμβολο και ἡ κεφαλή, πρός τήν ὁποία μέ ἀγωνία εἶχαν στραμμένα τά βλέπουμε οἱ πάντες, ὀρθόδοξοι καί κακόδοξοι.
Οἱ λίγοι ὀρθόδοξοι, ὅσο ἔβλεπαν τόν ἱερό ἀετό ὄρθιο στό θρόνο του ἤ ἀνυποχώρητο στίς ἐξορίες του, ἦταν βέβαιοι πώς ἡ Ὀρθοδοξία ζεῖ καί ἀναθαρροῦσαν. Οἱ πολλοί κακόδοξοι, ὅσο ἔβλεπαν ὄρθιο τον ἀνυπότακτο ἄνδρα, ἤξεραν ὅτι παρά τούς διωγμούς ἡ Ὀρθοδοξία ἐπιζεῖ καί γι᾿ αὐτό θηριώνονταν». [6]
Ἡ ἐργογραφία τοῦ Μ. Ἀθανασίου εἶναι ἐκπληκτική! Μεταξύ ἄλλων, τό θεολογικώτατο περί Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου ἔργο του, πού συνέγραψε σέ νεαρά ἡλικία, ὄχι μόνο καταδεικνύει τήν σοφία του, ἀλλά ἀποτελεῖ γιά τήν Ἐκκλησία τήν ἐγκυρότερη Πατερική πηγή, τό πλέον ἀντιπροσωπευτικό λόγο περί τοῦ θέματος αὐτοῦ, τῆς θείας ἐν Χριστῷ Οἰκονομίας διά τῆς Ἐνανθρωπήσεως.
Γνωστή εἶναι στούς μελετητές ἡ ρῆση ἐκείνη πού φανερώνει κατά τον Μεγάλο Πατέρα τὴν στοχοθεσία τῆς Σαρκώσεως τοῦ Υἱοῦ και Λόγου τοῦ Θεοῦ, πολύ εἶναι ἡ χαρισματική θέωση τοῦ ἀνθρώπου στό πλαίσιο τῆς Ἐκκλησίας: «Αὐτός ἐνηνθρώπησεν, ἵνα ἡμεῖς θεοποιθῶμεν».[7]
Γεγονός, πάντως, εἶναι, ὅτι ὅπως σημειώνεται χαρακτηριστικά ἀπό εἰδικούς, περί τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου, αὐτός ὑπῆρξε ἡ μεγαλύτερη φυσιγνωμία τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας! Καί ἀκόμη ὅτι, σήκωσε τό βάρος πολλαπλῆς καί βαθιᾶς κρίσεως καί θεμελίωσε θεολογικά καί ὁριστικά τήν ὁρθόδοξη τριαδολογία.[8]
Ὁ ἕτερος φωστήρ τῆς Ἀλεξανδρείας, Κύριλλος (+444), ὁ πρόεδρος τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί ὑπέρμαχος τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, εἶναι ὁ ἐκλεκτός Πατήρ καί Διδάσκαλος, τό ἰσχυρό θεολογικό πνεῦμα, πού χαριτώθηκε ἀπό τόν Κύριο νά ἀγωνισθεῖ καί νά ἀντιμετωπίσει μέ ποικίλες δυσκολίες, πλήν ὅμως ἐπιτυχῶς, τό θεμελιῶδες πρόβλημα τῆς χριστολογίας.
Ὅταν ἀμφισβητήθηκε ἡ πραγματική ἑνότητα τῶν δύο φύσεων στό ἑνιαῖο πρόσωπο τοῦ Ἐνσαρκωθέντος Λόγου τοῦ Θεοῦ, τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ἅγιος Πατριάρχης τῆς Ἀλεξανδρείας, κατέδειξε θεολογικά καί τήν ἑνότητα τῶν ἀσυγχύτων φύσεων καί τό ἑνιαῖο πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι, ἀνήγειρε τό οἰκοδόμημα τῆς χριστολογίας πού εἶχαν θεμελιώσει ὁ Μ. Ἀθανάσιος καί κυρίως οἱ Καππαδόκες Πατέρες.[9]
Ὁ Ἅγιος αὐτός εἶναι καί ὁ μεγάλος ὑπερασπιστής τῆς Ἀειπαρθενίας τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καί Μητρός τοῦ Κυρίου μας. Ὁ αἱρεσιάρχης Νεστόριος καί οἱ σύν αὐτῷ, ὅπως γνωρίζουμε, δέν ἐδέχοντο τόν ὅρο «Θεότόκος»[10], ὅπως οἱ Πατέρες ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι τον ἀπέδωσαν στήν Παναγία, ἡ Ὁποία ἐγέννησε Θεόν σωματούμενον καί ὄχι μόνο «ἄνθρωπον ψιλόν».
Μεγάλοι οἱ ἀγῶνες, ἐν προκειμένῳ τοῦ ἁγιωτάτου Πατριάρχου Ἀλεξαδρείας Κυρίλλου! Αὐτός ἐβροντοφώνησε ὅτι «ἀρκεῖ πρός ὀρθήν καί ἀδιάβλητον τῆς πίστεως ἡμῶν ὁμολογίαν, τό Θεοτόκον λέγειν καί ὁμολογεῖν τήν ἁγίαν Παρθένον»![11]
Ἡ συμβολή τοῦ Κυρίλλου στή διαμόρφωση τῆς ὀρθοδόξου διδασκαλίας πού ἀναφέρεται στήν Ἀειπάρθενο Θεοτόκο εἶναι τεράστια. Τήν ὀρθότητα τῆς διδασκαλίας καί τῶν συγγραμμάτων του ἀπέδειξε ἡ Γ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος, ἡ ὁποία συνεκλήθη στή Ἔφεσο τό 431 καί κατεδίκασε τήν αἵρεση τοῦ Νεστοριανισμοῦ, ἀλλά δευτερευόντως καί τοῦ Πελαγιανισμοῦ.
Νά σημειώσουμε δέ, ὅτι ὁ θεοφόρος Κύριλλος, ἐξυμνῶντας τήν Παναγία Μητέρα τοῦ Κυρίου μας, τῆς ἀποδίδει τρεῖς ὀνομασίες: Παρθένον, μητέρα καί δούλη. «Χαίροις, Παρθένε Μαρία, μήτηρ καί δούλη».[12]
Καί ὅπως προσφυῶς ἔχει γραφεῖ, «οἱ τρεῖς αὐτές ὀνομασίες πού ἀποδίδει ὁ Κύριλλος στήν Παναγία καί ἡ σημασιοδότησή τους, τή φανερώνουν ὡς πρότυπο τοῦ «καινοῦ» ἀνθρώπου πού ζεῖ τήν καινή κτίση καί διακονεῖ τό ἀνθρώπινο γένος μέ τήν τριπλή ἰδιότητά της: τῆς παρθένου, τῆς μητέρας καί τῆς δούλης».[13]
Ἡ ἱερά μνήμη τοῦ ἁγίου Κυρίλλου, τιμᾶται καί ξεχωριστά ἀπό τόν Μ. Ἀθανάσιο, στις 9 Ἰουνίου.
Ἀκολούθως, τίς 21 τοῦ ἰδίου μηνός, ἡ Ἐκκλησία παρουσιάζει στήν πνευματική της ὀθόνη τό κολοσσιαίο ἀνάστημα τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ (+662), ἑνός ἐκ τῶν πλέον βαθυνουστάτων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, σημαντικῶν Θεολόγων καί συγγραφέων τοῦ Βυζαντίου. Εἶναι ὁ Ἅγιος ὁ ὁποῖος ἔδειξε μέ τόν προσωπικό του ἀγῶνα καί τίς ποικίλες κακουχίες πού ὑπέστη, τήν ἀγάπη του πρός τήν κατά Θεόν ἀλήθεια, γιά τήν ὁποία ὑπάρχει ἡ ἀρετή καί ὄχι τό ἀντίθετο, ὅπως ὁ ἴδιος γράφει. «Διά τήν ἀλήθειαν ἐστίν ἡ ἀρετή καί οὐχί διά τήν ἀρετήν ἡ ἀλήθεια».
Ἡ ὑπεράσπιση ἐν προκειμένῳ τῆς Χριστολογικῆς ἀλήθειας περί τῶν δύο φύσεων καί θελήσεων τοῦ Θεανθρώπου Κυρίου μας, κατά τό Δόγμα τῆς Χαλκηδόνος (Δ΄ Οἰκουμ. Σύνοδος) καί ἡ καταπολέμηση τῆς αἱρέσεως τῶν Μονοφυσιτῶν-Μονοενεργητῶν, ἀπέδειξε τοῦ λόγου τό ἀληθές, οἱ δέ περιπέτειες, οἱ ἐξορίες καί δοκιμασίες του (ὅπως ἡ ἐγκοπή τῆς χειρός καί τῆς γλώσσης[14]), τόν ἀνέδειξαν Μέγα καί ἀτρόμητον Ὁμολογητή.
Ὁ Ἅγιος αὐτός Πατήρ, πέραν τῆς μεγάλης φιλοσοφικῆς καί θεολογικῆς του παιδείας, ἔλαβε μεγάλο δῶρο παρά Θεοῦ καί εἰσέδυσε, θά λέγαμε εἰδικῶς, μέ πολύ χαρισματικό τρόπο στό Μυστήριο τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ Χριστοῦ, καί ὡς ἐκ τούτου, τοῦ ἐδόθη ἡ ἰδιαιτέρα Χάρις νά εἰσδύσει λεπτομερῶς καί στό Μυστήριο τοῦ ἀνθρώπου. Εἰσδύοντας δέ ἐκεῖ, προέβη σέ παρατηρήσεις, διευκρινήσεις καί ἐξηγήσεις ἀνυπερβλήτου ἀξίας καί σημασίας, ἀπό ἀπόψεως θεολογικῆς, ἀνθρωπολογικῆς, ψυχολογικῆς.
Σήμερα, εἰδικοί ἐπιστήμονες ἔχουν ἀποφανθεῖ ὅτι ὁ ἅγιος Μάξιμος, τόν Ζ΄ αἰῶνα ἔγινε ὁ πρόδρομος τῆς σύγχρονης ψυχολογίας… (Νωρίτερα, μέ τό μυστήριο τοῦ ἀνθρώπου ἀσχολήθηκαν καί ἄλλοι μεγάλοι Πατέρες, προβαίνοντας σε ψυχολογικές ἀναλύσεις καί διαπιστώσεις ἐπί τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως οἱ Καππαδόκες, εἰδικά ὁ ἱερός Χρυσόστομος καί ὁ Γρηγόριος ὁ Νύσσης). Αὐτή εἶναι ἡ διαχρονικότητα τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας!
Μελετώντας κανείς τά θεσπέσια κείμενα τοῦ μεγαλωνύμου Μαξίμου, τόν ὁποίον ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὀ Δαμασκηνός ὀνομάζει «θεοπρεπές τῆς φιλοσοφίας καί σοφόν ἐνδιαίτημα», αἰσθάνεται τήν «μυρίπνοον Χάριν τοῦ Πνεύματος», πού αὐτά ἐκπέμπουν! Μέσα ἀπό τά ὑψηλά, θεολογικά κείμενά του, μέ τήν τυπολογική μέθοδο ὅπως συνήθιζε, διετύπωνε τίς πρωτότυπες σέ πολλές περιπτώσεις ἀπόψεις του, μέσα στά ὀρθόδοξα πλαίσια, διαλεγόμενος, ἤ ἀποκρινόμενος σέ ὅσους τοῦ ζητοῦσαν τήν θεοφώτιστο γνώμη του. Ἀλλά δέν εἶναι ὅλα τά συγγράμματα τοῦ Ὁσίου Μαξίμου ἀπρόσιτα στους πολλούς!
Τά τετρακόσια Κεφάλαια «Περί Ἀγάπης», λ.χ. πού εἶναι ἕνα ἔργο κυρίως παιδαγωγικό καί λιγώτερο θεολογικό καί ἀποτελεῖται ἀπό μικρά – εὐσύνοπτα κείμενα μποροῦν νά τά μελετοῦν καί σέ μετάφραση καί οἱ ἁπλοί πιστοί καί νά κατανοοῦν τήν πραγματική ἀγάπη.
Ἰδού ἕνα ἀπόσπασμα τῶν ἐν λόγῳ κειμένων, ὅπου βλέπουμε τον Ἅγιο νά περιγράφει τήν ἱεραρχική τάξη πού ἐπικρατεῖ στόν ἀγῶνα τοῦ ἀνθρώπου γιά τήν κατάκτηση τῆς ἀρετῆς: «Ὁ πιστεύων στόν Κύριο, φοβᾶται τήν κόλαση. Ὁ δέ φοβούμενος τήν κόλαση, ἐγκρατεύεται ἀπό τά πάθη. Ὁ ἐγκρατευόμενος ἀπό τά πάθη, ὑπομένει τίς θλίψεις. Ὁ δέ ὑπομένων τίς θλίψεις, ἀποκτάει ἐλπίδα στόν Θεόν. Ἡ ἐλπίδα στόν Θεόν, χωρίζει τόν νοῦν ἀπό κάθε γήϊνη προσπάθεια. Τῆς γήϊνης προσπαθείας χωρισθείς ὁ νοῦς ἀποκτάει τήν ἀγάπη πρός τόν Θεόν».[15]
Θά περατώσουμε τήν σύντομη ἀναφορά μας στόν Ὁμολογητή Μάξιμο μέ ἕνα ἄλλο κείμενο, πολύ σημαντικό ἀπό τά περί Ἀγάπης Κεφάλαιά του, αὐτό στό ὁποίο ὁ ἱερός Πατήρ κάνει λόγο γιά τά πέντε εἴδη ἀγάπης.
«Οἱ ἄνθρωποι ἀγαπῶνται μεταξύ τους διά τίς πέντε ἀκόλουθες αἰτίες, πού ἄλλες εἶναι πρός τιμή καί ἄλλες μεμπτές. Δηλαδή ἀγαπῶνται ἤ διά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ὅπως συμβαίνει ὁ ἐνάρετος νά ἀγαπάει τόν ἐνάρετον. Ἤ ἀπό φυσικό φίλτρον, ὅπως γίνεται μέ τούς γονεῖς πρός τά τέκνα καί ἀντιστρόφως. Ἤ ἀπό κενοδοξίαν, καθ᾿ ἤν ὁ δοξαζόμενος ἀγαπάει τόν δοξάζοντα. Ἤ πάλιν ἀπό φιλαργυρία, πού ὁ φιλάργυρος ἀγαπάει τον πλούσιο γιατί τοῦ δίνει χρήματα. Ἤ τέλος, ἀπό φιληδονία, καθ᾿ ἥν ὁ φιλήδονος ἀγαπάει τό πρόσωπο ἐκεῖνο, πού τοῦ ἱκανοποεῖ τό πάθος τῆς γαστριμαργίας καί τῆς ἀκολασίας. Καί ἡ μέν πρώτη εἶναι ἐπαινετή. Ἡ δέ δεύτερη, ὡς φυσική, οὔτε ἐπαινετή, οὔτε κατηγορημένη. Οἰ ἄλλες ὅμως τρεῖς εἶναι ἄθλιες ὡς ἐμπαθεῖς». [16]
Στίς 25 τοῦ μηνός Ἰανουαρίου, ἡ Ἐκκλησία μας προβάλλει τό ἀλλο ὑψηλό ἀνάστημα, τόν «τριαδικόν Θεολόγον», τόν ἀετό τῆς Θεολογίας καί «ἀκρότατον νοῦν», τό Ναζιανζηνό Πατέρα καί ἀειλαμπῆ φωστῆρα, ἕνα ἐκ τῶν τριῶν Μεγάλων Ὀἰκουμενικῶν Διδασκάλων, τόν Γρηγόριο, Ἀρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως (+391).
Ὁ Ἅγιος αὐτός Πατήρ, μᾶς δίδαξε, πέραν τῶν ἄλλων, ποιά εἶναι ἡ ἀληθής Θεολογία καί ὅτι τό νά ὁμιλεῖς γιά τόν Θεό δέν εἶναι εὔκολο πρᾶγμα, οὔτε τοῦ καθενός, οὔτε αὐτῶν πού βρίσκονται κολημμένοι στά βιοτικά καί τά πάθη, ἀλλά εἶναι ἔργο το ὁποῖο συντελεῖται ἀπό ὁλίγους καί ὑπό ὅρους πνευματικούς. Εἶναι ὑπόθεση αὐτῶν πού πέρασαν τίς πνευματικές ἐξετάσεις, πού πορεύθηκαν ἀπό τήν κάθαρση στό φωτισμό καί τή θεωρία, ἤ τουλάχιστον τῶν ἀγωνιζομένων νά καθαρθοῦν. «Οὐ παντός, ὦ οὖτοι, τό περί Θεοῦ φιλοσοφεῖν, οὐ παντός, οὐχ οὕτω τό πρᾶγμα εὔωνον καί τῶν χαμαί ἐρχομένων. Προσθήσω δε, οὐδέ πάντοτε, οὐδέ πᾶσιν οὐδέ πάντα, ἀλλ᾿ ἔστίν ὅτε καί οἷς καί ἐφ᾿ ὅσον. Οὐ πάντων μέν, ὅτι τῶν ἐξητασμένων καί διαβεβηκότων ἐν θεωρίᾳ καί πρό τούτων, καί ψυχήν καί σῶμα κεκαθαρμένων ἤ καθαιρομένων τό μετριώτατον». [17]
Τέτοιος Θεολόγος ἐμπειρικός ὑπῆρξε ὁ Γρηγόριος! Ἡ ἐπίκληση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πού κάνει σέ μία ὁμιλία του στήν Πεντηκοστή λέγοντας: «παρέστω μοι τό Πνεῦμα καί διδότω λόγον»[18], φανερώνει αὐτή τήν καθοδηγητική ἔμπνευση τοῦ Παρακλήτου, τήν ὁποία εἶχε ὡς θεοκίνητο ὄργανο τῆς Χάριτος καί ἔνεκα τῆς ὁποίας εἰσῆλθε στό «ἀπόθετον κάλλος» τῆς Γραφῆς, ὅπου ἑρμήνευσε, δίδαξε καί θεολόγησε ἀπλανῶς[19]. Ὁ ἴδιος μᾶς μίλησε καί γιά τρεῖς μεταθέσεις βίου, τίς ὁποίες ἀποκαλεῖ «σεισμούς γῆς», καί πρόκειται γιά τρία μεγάλα μεταβατικά στάδια στήν ἱστορία τοῦ κόσμου:
«Δύο γεγόνασι μεταθέσεις βίων ἐπιφανεῖς ἐκ παντός αἰῶνος, αἴ καί δύο διαθῆκαι καλοῦνται καί σεισμοί γῆς διά τό τοῦ πράγματος περιβόητον∙ ἡ μέν ἀπό τῶν εἰδώλων ἐπί τόν νόμον, ἡ δέ ἀπό τοῦ νόμου εἰς τό εὐαγγέλιον. Καί τρίτον σεισμόν εὐαγγελιζόμεθα τήν ἐντεῦθεν ἐπί τά ἐκεῖσε μετάστασιν, τά μηκέτι κινούμενα μηδέ σαλευόμενα».[20]
Ἄν ὁ Εὐαγγελιστής τῆς Ἀγάπης, ἀπόστολος Ἰωάννης εἶναι ὁ τῆς Θεολογίας ἀετός, πού ἀνῆλθε καί κατόπτευσε τό φῶς, ὁ τριαδικός Θεολόγος Γρηγόριος εἶναι ὁ «πληγωμένος Ἀετός», ὅπως τόν ὀνόμασε ὁ μακαριστός μεγάλος Πατρολόγος, Στυλιανός Παπαδόπουλος (μετέπειτα Γεράσιμος μοναχός) .
Κατόπιν, στίς 27 τοῦ αὐτοῦ μηνός, ἑορτάζεται ἡ Ἀνακομιδή τοῦ ἱεροῦ λειψάνου τοῦ ἐν ἐξορίᾳ τελευτήσαντος μεγάλου Ἁγίου, τοῦ μαρτυρικοῦ Ἱεράρχου, τοῦ «χρυσοῦ τῇ γλώττῃ καί τῇ καρδίᾳ», Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου. Ὀρθά εἰπώθηκε πώς ὅ,τι καί ἄν καταθέσει ὁ ἄνθρωπος ὡς ἐγκώμιο τοῦ Χρυσοστόμου, δέν κινδυνεύει νά χαρακτηρισθεῖ ὡς ὑπερβολικός! Καί πόσο σημαντικό καί ἀξιόπιστο εἶναι, τό νά ἐγκωμιάζει ἕνας Ἅγιος κάποιον ἄλλον Ἅγιο! Καί τόν Ἰωάννη τον Χρυσόστομο πλῆθος Ἁγίων τοῦ πλέκει τόν δίκαιο ἔπαινο.
Μεταξύ ἄλλων, ὁ Μέγας Φώτιος, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, σὲ μία ἐπιστολή του, ἐγκωμιάζει μὲ «πάθος ἱερὸν» τὸν φωστῆρα τῆς Ἐκκλησίας, Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο καὶ τὸν προσφωνεῖ ὡς: «τὸν ἐν Ἁγίοις καὶ Ἀρχιερεῦσιν ἀσύγκριτον», «τῇ ἁγίᾳ Τριάδι ἀγαπητόν, πανίερον Χρυσόστομον», «τῶν Ἀγγέλων ὑπέρτερον, πανάγιον», «τὸν ἥλιον καὶ φωστῆρα τῶν ἀνθρωπίνων ψυχῶν, ἁγιώτατον Χρυσόστομον» κ.ἄ.[21] (Βλ. Ἐπιστολ. Μ. Φωτίου, Ἐπιμέλεια Ἰωάννου Βαλέττα, ἐκδ. Λονδίνου, 1864, σελ. 173).
Κατά την ἱερά ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς κατέστησε διδάσκαλον τῆς Ἐκκλησίας Του ἄριστον τόν ἱερό Πατέρα, Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο. «Ὑπὸ Χριστοῦ προχειρισθεὶς Διδάσκαλος, θεῖα διδάγματα, χρυσοειδεῖ γλώσσῃ, γνώμῃ τε θεόφρονι, πλουσίως σὺ ἐπήγασας· τοῦ Θεοῦ ποταμὸς γάρ, ὑδάτων πλήρης τοῦ Πνεύματος, ὤφθης θεοφάντορ Χρυσόστομε».[22]
Θά ἀφήσουμε τόν Ὅσιο Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη, τέλος, νά μᾶς πεῖ τί ἦταν ὁ Χρυσόστομος! Ὁ σοφός Διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ Γένους μας, ἱερός Νικόδημος, ὄχι ἕναν ἀλλὰ ἐννέα χαρακτηρισμοὺς ἀποδίδει στὸν χαριτώνυμο Ἰωάννη καὶ λέγει ὅτι εἶναι: «Ἄγγελος, ἀπόστολος, προφήτης, μάρτυς, θαυματουργός, ἐλεήμων, κήρυξ τῆς μετανοίας, ρήτωρ, ἐξηγητὴς τῶν Γραφῶν». [23].κξ
Ἀξίζει, τέλος, να ἀναφερθεῖ κάτι πολύ σημαντικό ἀπό τήν προσφορά, μᾶλλον τή συμβολή τοῦ Χρυσοστόμου στήν Θεολογία Κατά τόν 4ο αἰῶνα, διεξαγόταν ἔντονη θεολογικὴ συζήτηση γιὰ τὴ χρονικὴ διάρκεια τῆς Κολάσεως, ἄν δηλ. θά εἶναι αἰώνια ἡ Κόλαση, ἤ θά ἔχει προσωρινό χαρακτῆρα κ.λπ. Ἐπηρεασμένοι οἱ Ἀλεξανδρινοί ἀπό τὶς θεωρίες τοῦ Ὠριγένη περί Ἀποκαταστάσεως τῶν Πάντων, ἀπέρριπταν τήν αἰωνιότητα τῆς Κολάσεως.
Τὸ ἴδιο συνέβαινε καί μέ τούς Ἀντιοχειανούς, μεταξύ τῶν ὁποίων ἦταν καί ὁ διδάσκαλος τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου, ὁ Διόδωρος Ταρσοῦ. Περί τοῦ ἀτελευτήτου ἤ μή τῆς Κολάσεως, ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἀπεφάνθη ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι καί ὑπῆρξε ὄντως καταλυτικός! Καὶ τοῦτο διότι, ὅπως διαβάζουμε στίς πηγές, ἡ πεφωτισμένη γνώμη καί τοποθέτηση τοῦ χρυσορρήμονος Ἰωάννου μαζὶ μὲ τοῦ Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας[24], ὅτι ἡ Κόλαση ἀποδεικνύεται Ἁγιογραφικῶς ὅτι ἀναμφισβήτητα εἶναι ΑΙΩΝΙΑ, ἐπηρέασε ὁλόκληρη τήν Ὀρθόδοξη Θεολογία καί τελικὰ ἐπικράτησε μὲ Συνοδικὴ ἀπόφαση (Σύνοδος Κωνσταντινουπόλεως 553 μ.Χ.) ἔκτοτε πλέον ὡς ἡ Ὀρθόδοξη ἐπί τοῦ ζητήματος αὐτοῦ δογματικὴ διδασκαλία. Ἀπό τόν ἱερό Χρυσόστομο, λοιπόν, καί ἐντεῦθεν τό δόγμα περί τῆς αἰωνιότητος τῆς Κολάσεως[25] ἐπισφραγίστηκε καί παγιώθηκε[26].
Τά «ὑπέρ μέλι καί κηρίον» Χρυσοστομικά κείμενα, ὅπως εἶναι γνωστό, εἶναι προσιτά στούς πολλούς. Καί εἶναι καλό νά τά μελετοῦμε οἱ πάντες, κληρικοί καί λαϊκοί. Τό μεγαλύτερο μέρος τῆς συγγραφικῆς παραγωγῆς τοῦ δεινοτάτου ρήτορος, Διδασκάλου, παιδαγωγοῦ καί κατηχητοῦ πού ἑρμήνευσε τό πλεῖστον μέρος τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί δροσίζει διαχρονικά τό Χριστεπώνυμο πλήρωμα, εἶναι ὁμιλίες, τό δέ ὑπόλοιπο πραγματείες, ποιμαντικά καί θεολογικά κείμενα καί ἐπιστολές.
Πάντως, τά περισσότερα ἔχουν τή ζωηρότητα τοῦ προφορικοῦ λόγου, ὥστε νά αἰσθάνεται ὁ ἀναγνώστης ὅτι τοῦ ὁμιλεῖ ὁ Ἅγιος συγγραφεύς ἄμεσα, προσωπικά καί ἀφυπνιστικά! Συνιστᾶται μεταξύ ἄλλων, ἡ μελέτη τῆς σφόδρα ἀξιόλογη πραγματείας του «Πρός σκανδαλισθέντας»[27] ὅπως καί ἡ ἐπίσης ἀπαράμιλλη, πού μόνο ἀπό τόν τίτλο ἐνθουσιάζει: «Ὅτι τόν ἑαυτόν μή ἀδικοῦντα, οὐδείς παραβλάψαι δύναται»[28].
Πολλά ὀφείλει ἡ Ἐκκλησία στόν Γίγαντα τῆς γνώσεως, τῆς ἀρετῆς καί τῆς διδασκαλίας, Ἰωάννη τον Χρυσόστομο.
Τήν ἑόρτιο περίοδο τοῦ Ἰανουαρίου, κατά τήν ὁποῖα ἑορτάζουν, ὅπως εἴδαμε, πλεῖστοι Πατέρες καί Διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριτοῦ κλείνει ἡ τριάδα τῶν τριῶν Ἱεραρχῶν, ἡ «παμφαής τριάς τῶν σοφοτάτων Διδασκάλων» καί τιμῶνται γηθοσύνως ὑπό τῆς Ἐκκλησίας οἱ Μεγάλοι Οἰκουμενικοί Διδάσκαλοι, τά «πυξία τοῦ Πνεύματος» κατά τήν Ὑμνολογία, οἱ τρεῖς Γίγαντες τοῦ πνεύματος, Βασίλειος ὁ Μέγας, Γρηγόριος ὁ Θεολόγος καί Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος.
Ὀρθά εἰπώθηκε ὅτι ἡ μνήμη τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν (30 Ἰαν.) ἔρχεται νά συμβολίσει μεταφορικά τήν Ἁγία Τριάδα καί τόν ρόλο τῶν τριῶν Πατέρων στή διαμόρφωση τοῦ τριαδικοῦ δόγματος καί νά ὑποδηλώσει τά ὅρια προσέγγισης τοῦ ἐλληνικοῦ φιλοσοφικοῦ στοχασμού. Εἶναι μία ἑορτή, πού καθιερώθηκε τόν 11ο αἰῶνα, ὅπως γνωρίζουν ὅσοι μελετοῦν, ἀπό τόν ἐπίσκοπο Εὐχαΐτων Ἰωάννη τόν Μαυρόποδα.
Ἡ καθιέρωση ὡς ἑορτή τῶν τριῶν ἐπιφανῶν Θεολόγων τῆς Ὀρθοδοξίας τήν ἴδια ἡμέρα, κατά τήν Συναξαριακή Παράδοση, ἔχει τήν ἀφορμή ἀπό τό γεγονός τῆς διαφωνίας κάποιων περί τῆς ὑπεροχῆς ἑνός ἐκ τῶν τριῶν Πατέρων στην ἀρετή, ἀφοῦ ἄλλοι ὑποστήριζαν ὡς πρῶτο και ἀνώτερο ὅλων τον Μ. Βασίλειο, ἄλλοι τόν Γρηγόριο τόν Θεολόγο καί ἄλλοι τόν Ἰωάννη τον Χρυσόστομο.
Οἱ ἄνθρωποι εἶχαν χωριστεῖ σέ τρία στρατόπεδα καί εἶχαν λάβει ὀνομασίες χαρακτηριστικές τῆς ὑποστηρίξεως κάθε ἑνός ἐκ τῶν τριῶν Πατέρων. «Στάσις γέγονε παρά τῶν ἐλλογίμων καί ἐναρέτων ἀνδρῶν…ὡς συμβαίνει διαιρεθῆναι τά πλήθη, καί, τούς μέν Ἰωαννίτας λέγεσθαι, τούς δέ Γρηγορίτας, Βασιλείτας δε τούς λοιπούς».
Ὁ σοφός ἐπίσκοπος Ἰωάννης Μαυρόπους, τό ἔτος 1054, βλέποντας ὅτι καί οἱ τρεῖς Πατέρες ἑορτάζουν μέσα στόν Ἰανουάριο, καθιέρωσε κοινή ἑορτή καί τῶν τριῶν κατά τήν 30η τοῦ αὐτοῦ μηνός. Μάλιστα δέ ὁ ἴδιος φιλάγιος καί φιλάρετος ἐπίσκοπος, συνέθεσε ὕμνους καί ἠδύμελπα τροπάρια στή μνήμη τῶν τριῶν Μεγάλων Ἱεραρχῶν και Κανόνα στον Ὄρθρο τῆς ἑορτῆς μέ ἀκροστιχίδα: «Τρισήλιον Φῶς, τρεῖς ἀνῆψεν ἡλίους». Ὑπῆρξαν ὄντως ἥλιοι πνευματικοί, «ἀκτῖνες καί δαδουχίαι, ἐκ τρισηλίου αὐγῆς», ὅπως λυρικότατα τούς ἀποκαλεῖ ψάλλοντας τή μνήμη τους ἡ Ἐκκλησία!
Νά σημειώσουμε μιά λεπτομέρεια ἄγνωστη στούς πολλούς, ὅτι, ὅπως γράφει ὁ ἱστορικός Β. Στεφανίδης, στή διεθνή θεολογία εἶναι γνωστή ἡ τριάδα τῶν Μεγάλων Καππαδοκῶν Πατέρων, δηλαδή ὁ Μ. Βασίλειος, ὁ ἀδελφός του Γρηγόριος ὁ Νύσσης καί ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος. Ἀργότερα, ἡ Ἐλλαδική Ἐκκλησία, ἀφήρεσε τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Νύσσης μέσα ἀπό τήν τριάδα τῶν Μεγάλων Ἱεραρχῶν καί πρόσθεσε τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο.[29]
Εἴδαμε συνοπτικά τούς σημαντικούς Πατέρες καί Διδασκάλους πού ἑορταζουν κατά τό μῆνα Ἰανουάριο καί φωτίζουν τόν πολυφωτο οὐρανό τῆς Ὀρθοδοξου θεολογίας.
Αὐτούς ἔχουμε ὡς ὁδηγούς οἱ Ὀρθόδοξοι καί δι᾿ αὐτῶν δοξάζουμε καί λατρεύουμε τόν «Θεόν τῶν Πατέρων ἡμῶν»!
[1] Λόγος ἐγκωμιαστικός, Ἁγίου Φιλοθέου, Πατριάρχου Κων/πόλεως τοῦ Κοκκίνου, Εἰς τούς τρεῖς Ἱεράρχας, MPG. 154, 767 Α.
[3] Πατρολογία, Β΄, 591 -592
[4] Βλ. Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, Εἰς τόν Μέγαν Ἀθανάσιον, ΕΠΕ, 6, 40.
[5] ὅπου π. σελ. 94.
[6] Βλ. Στ. Παπαδοπούλου, Πατρολογία Β΄, σελ. 264.
[8] ὅπου π. Πατρολογία Α΄, σελ. 263.
[9] ὅπου π. Πατρολογία, Γ΄, 470
[10] Οἱ Νεστοριανοί, ὡς γνωστόν, ὀνόμαζαν τήν Παναγία μας, «Χριστοτόκον» ἤ «ἀνθρωποτόκον», προκειμένου νά δικαιολογήσουν τήν «σχετική» ἕνωση τῶν δύο φύσεων ἐν Χριστῷ καί νά ἀρνηθοῦν τήν «καθ᾿ ὑπόστασιν», ἤ «κατά φύσιν» γενομένη ἕνωση, ὅπως ἔλεγε ὁ ἅγιος Κύριλλος καί ὅπως δογματίζουσα κηρύττει ἡ Ἐκκλησία μας. Νά ὑπενθυμήσουμε ἐπίσης, ὅτι ὁ ὅρος «Θεοτόκος», εἶχε χρησιμοποιηθεῖ βεβαίως καί πρίν ἀπό τήν Γ΄Οἰκουμενική Σύνοδο (πρῶτος ὁ Ὠριγένης τόν χρησιμοποίησε), ὅμως αὐτός ὁ ὅρος γιά τόν μεγάλο ὑπερασπιστή τῆς Θεοτόκου καί θεολόγο τῆς Χριστολογίας ἅγιο Κύριλλο, ἦταν παραπάνω ἀπό μιά διατύπωση∙ ἦταν μία ὁμολογία πίστεως!
[13] Βλ. Χρ. Σταμούλη, «Θεοτόκος καί Ὀρθόδοξο δόγμα», ἔκδ. «Τό Παλίμψηστον», Θεσσαλονίκη 2003, Β΄ ἔκδ. σελ. 107.
[14] Στό βίο τοῦ Ἁγίου ἀναφέρεται ὅτι «γλῶσσαν ἔνδον ἀπό τοῦ φάρυγγος καί τῆς παραψαυούσης ἐπιγλωττίδος παρανόμως ἐκτέμνουσιν», καί «σμίλῃ καί σφύρᾳ τήν δεξιάν τῶν χειρῶν ἐκκόπτουσιν». Βλ. Π. Χρήστου Πατρολογία, Γ΄, 270.
[15] Ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, «Τά 400 Κεφάλαια Περί Ἀγάπης», Ἑκαντάς πρώτη, 3, Μετάφραση, Εἰσαγωγή, Σχόλια, Θεοκλήτου μοναχοῦ, Διονυσιάτου, ἔκδ. Σπηλιώτη.
[16] ὅπου π. σελ. 53, Ἑκατοντάς Δευτέρα, 9.
[19] Παρά τήν ὑψηλή διείσδυση, ἀλλά καί τήν ἔξίσου ὑψηλή ἀρετή τοῦ θεοφόρου αὐτοῦ Πατρός, ἡ ταπεινοφροσύνη ἦταν «σύνοικός» του σέ ὅλη του τη ζωή, γι᾿ αὐτό καί τόν βλέπουμε νά ἐλεεινολογεῖ τόν ἑαυτό του, εἴτε ἐπειδή τόν ἄφησε ἐλεύθερο νά περπατεῖ στά θεολογικά ὕψη τά ὁποῖα τοῦ ἄνοιξε ὁ Θεός, εἴτε γιά τίς ἀστοχίες πού θεωροῦσε ὅτι ἔπρατε, εἴτε γιά ἄλλους λόγους, μάλιστα δέ, σέ κάποιο κείμενό του φθάνει νά παρακαλεῖ τόν Κύριο νά τόν βγάλει «ἀπό τήν φοβερή ἄβυσσο τῆς πνευματικῆς ἀναισθησίας»!.. Μᾶς θυμίζει τόν συνώνυμό του Γρηγόριο, τον Ἀρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης τόν Παλαμᾶ, τόν ὁποίον, κατά τόν βιογράφο του, βλέπουμε νοερῶς νά φωνάζει μετά συντριβῆς καί θρήνου μέσα στίς λευκές καί ἀτελείωτες νύχτες τοῦ Ἁγίου Ὄρους : «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, φώτισόν μου τό σκότος»…
[21] Βλ. Μ. Φωτίου Ἐπιστολαί, Ἐπιμέλεια Ἰωάννου Βαλέττα, ἔκδ. Λονδίνου, 1864, σελ. 173.
[22] Βλ. Ἀκολουθία Ὄρθρου, Κανόνες, Α΄Ὠδή.
[23] Βλ. Ἁγ. Νικοδήμου τοῦ ἁγιορείτου, Λόγος Ἐγκωμιαστικὸς «Εἰς τὸν Οἰκουμενικὸν Διδάσκαλον καὶ φωστῆρα τῆς Ἐκκλησίας, ἅγιον Ἰωάννην τὸν Χρυσόστομον», ἐκδ. «Ὀρθοδόξου Κυψέλης», Θεσσαλονίκη, σελ. 13.
[24] Κύριλλου Ἀλεξανδρείας, Περὶ ἐξόδου ψυχῆς, καὶ περὶ τῆς δευτέρας παρουσίας, MPG 77, 1072B-1089B.
[25] Περισσότερα βλ. Ἰ. Καρμίρη, Δογματική κατὰ τὰς Παραδόσεις τοῦ καθηγητοῦ τοῦ Πανεπιστημίου Ἰ. Καρμίρη, Ἀθῆναι 1995, σ. 360 ἑξ., Ν. Ε. Μητσόπουλου, Θέματα Ὀρθοδόξου Δογματικῆς Θεολογίας, ΟΕΔΒ, Ἀθήνα 1990, σ. 397 ἑξ.
[26] Π. Κ. Χρήστου, «Ἰωάννης Α’ ὁ Χρυσόστομος», ΘΗΕ 6 (1965) 1190.
[27] ΕΠΕ, 33, 478, 2, MPG. 479 -528.
[29] Βλ. Β. Στεφανίδου Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, σελ. 463
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου