Δευτέρα 22 Απριλίου 2013

Ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ ὁ Σύρος, στό στόχαστρο τοῦ Οἰκουμενισμοῦ

Ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ ὁ Σύρος, στό στόχαστρο τοῦ Οἰκουμενισμοῦ

Ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ ὁ Σύρος, στό στόχαστρο τοῦ Οἰκουμενισμοῦ
(Πρωτοπρεσβυτέρου Ἰωάννου Φωτοπούλου) Μιά ἀήθης Οἰκουμενιστική ἐπίθεση στήν ἁγιότητα
καί τά θεόπνευστα συγγράμματά του

(Ἡ ἐργασία αὐτή εἶχε ὡς ἀφορμή α) τό βιβλίο «Ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος. Ὁ πνευματικός του κόσμος» (ἐκδόσεις ΑΚΡΙΤΑΣ) τοῦ ἐπισκόπου Ἱλαρίωνος Ἀλφέγιεφ καί τήν τρίτομη ἔκδοση τῶν ψευδοϊσαακείων συγγραμμάτων ἀπό τήν Ἱ. Μονή Προφήτου Ἠλιού Θήρας μέ τόν τίτλο «Ἰσαάκ τοῦ Σύρου Ἀσκητικά. Μετάφραση ἀπό τά Συριακά». β) Μετά τήν ἐργασία ἀκολουθεῖ ἐπιστολή τοῦ συγγραφέως πρός τόν Καθηγούμενο τῆς Ἱ. Μονῆς Προφήτου Ἠλιού Θήρας σχετικά μέ τήν ἔκδοση τῶν κακοδόξων συγγραμμάτων τοῦ ψευδο-Ἰσαάκ).
Ι) Εἰσαγωγικά- Ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ ὁ Σύρος

Ἡ πλήρης καί παντελής ἀπουσία τῆς ἀκτίστου Χάριτος στή Δύση καί ὁ συνακόλουθος ὀρθολογισμός τῶν θεολόγων της δημιούργησε ἕνα χάος, μιά σύγχυση στήν πίστη ὅλων τῶν «χριστιανῶν» τῆς Δύσεως. Πάρα πολλοί ἄνθρωποι ἐνδιαφερόμενοι σοβαρά γιά τήν πίστη καί τή χριστιανική ζωή μπολιάστηκαν μέ διαρκεῖς ἀμφιβολίες ἐν σχέσει πρός τό Εὐαγγέλιο, τήν ἀλήθεια καί τή γνησιότητά του, γιά τήν ὀρθή πίστη, γιά τή γνησιότητα τῶν πατερικῶν κειμένων ἀκόμη καί γιά τήν... ὕπαρξή κάποιων Ἁγίων!

Δυστυχῶς αὐτή ἡ φοβερή σύγχυση μεταφέρθηκε καί στόν ὀρθόδοξο χῶρο μέ βιβλία περιοδικά, ἐκπομπές, συνέδρια καί ἐπιτροπές δηλητηριάζουν μέ μικρές, προσεκτικές δόσεις τήν ὀρθόδοξη συνείδηση. Ἐνσπείρουν δισταγμό ὡς πρός τήν πλήρη καί ἀπόλυτη ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδοξίας καί χρησιμοποιοῦν ἕνα δῆθεν διάλογο μέ σκοπό τήν συμφιλίωση ὀρθοδοξίας καί πλάνης, ὀρθοδοξίας καί θρησκειῶν, συμφώνως πάντοτε μέ τά κελεύσματα τῆς Ν. Ἐποχῆς.

Στήν οἰκουμενιστική αὐτή πρωτοπορία βρίσκεται καί τό προσφάτως ἐκδοθέν ἀπό τίς Ἐκδόσεις ΑΚΡΙΤΑΣ βιβλίο τοῦ Ρώσου ἐπισκόπου Βιέννης Ἱλαρίωνος Ἀλφέγιεφ, «Ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος. Ὁ πνευματικός του κόσμος».
Πρίν μιλήσουμε γιά τό βιβλίο του Ἀλφέγιεφ πρέπει νά ποῦμε ποιός εἶναι ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ ὁ Σύρος. Γεννήθηκε στήν Νινευΐ ἤ κατ’ ἄλλους κοντά στήν Ἔδεσσα τῆς Μεσοποταμίας. Ἔζησε τόν ΣΤ´ αἰῶνα. Ἐπειδή ὑπάρχει ἐπιστολή του πού τήν ἀπευθύνει στόν τότε νέο στήν ἡλικία Ἅγιο Συμεών τόν Θαυμαστορείτη (521-596μ.Χ.), γίνεται ἡ ὑπόθεση ὅτι ὁ Ἅγιος Ἰσαάκ «ἤκμαζεν» γύρω στά 530 μ.Χ. καί κατά πᾶσα πιθανότητα ἐκοιμήθη στό τέλος τοῦ ΣΤ' αἰῶνος. Νέος ἔγινε μοναχός μαζί μέ τόν ἀδελφό του στή Μονή τοῦ Ἁγίου Ματθαίου καί ἀργότερα τόν κατέλαβε ὁ ἔρως τῆς ἡσυχίας καί ἀνεχώρησε στήν ἔρημο. Ὅταν ὁ ἀδελφός του ἔγινε ἡγούμενος στό μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Ματθαίου τόν κάλεσε νά γυρίσει πίσω, ἀλλά ἐκεῖνος ἔχοντας τήν ἡσυχαστική ἐμπειρία ἀρνεῖται. Ἀργότερα ὅμως ὑπακούει σέ θεία ἀποκάλυψη καί δέχεται νά γίνει ἐπίσκοπος Νινευΐ. Ἀλλά γιά πολύ λίγο. Τήν ἴδια ἡμέρα πού χειροτονήθηκε ἐπίσκοπος ἦλθαν στό ἐπισκοπεῖο δυό ἄνθρωποι γιά νά λύσουν μία διαφορά τους. Ὅταν ὁ Ἅγιος ἔθεσε σάν βάση γιά τή λύση τῶν προβλημάτων τους τό Εὐαγγέλιο, ὁ ἕνας ἐξ αὐτῶν ἀρνήθηκε. Τότε σκέφθηκε ὁ Ἅγιος: «Ἄν αὐτοί ἐδῶ δέν ὑπακούουν στά εὐαγγελικά προστάγματα τοῦ Κυρίου τότε τί ἦρθα ἐγώ νά κάμω ἐδῶ;» Ἐγκατέλειψε τόν ἐπισκοπικό θρόνο καί γύρισε στήν ἀγαπημένη του σκήτη, ὅπου ἔζησε μέχρι τό θάνατό του ἀγωνιζόμενος.
Ὅμως ἄν ὁ λεπτομερής βίος τοῦ Ἀββᾶ Ἰσαάκ δέν εἶναι γνωστός, ὁ Ἅγιος εἶναι πασίγνωστος ἀπό τούς ἀσκητικούς Λόγους του. Τόν 8ο ἤ τό ἀργότερο τόν 9ο αἰῶνα δύο μοναχοί τῆς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Σάββα τῆς Παλαιστίνης ὁ Ἀβράμιος καί ὁ Πατρίκιος ἀνακαλύπτουν τόν οὐράνιο αὐτό θησαυρό τῶν Λόγων τοῦ Ἁγίου καί τούς μετέφρασαν ἀπό τά συριακά στήν ἀρχαία ἑλληνική. Ὁ θησαυρός αὐτός διαδόθηκε παντοῦ διά μεταφράσεων στήν ἀραβική, σλαβωνική καί λατινική γλῶσσα καί στή συνέχεια σέ ὅλες τίς εὐρωπαϊκές γλῶσσες.
Ἔτσι τά ἔργα τοῦ Ὁσίου Ἰσαάκ γίνονται ἐντρύφημα, τροφή πνευματική καί παρηγορία στούς ἡσυχαστές, τούς μοναχούς καί ὅλους τούς πιστούς. Ἀνεδείχθη οἰκουμενικός διδάσκαλος τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς. Ἀλλά καί οἱ ἑτερόδοξοι μέ τίς μεταφράσεις στή γλῶσσα τους ἐθέλχθησαν ἀπό τή διδασκαλία του καί τόν μελετοῦν μέ δίψα.
Παρά ταῦτα μόνο τά τελευταῖα, σχετικῶς, χρόνια καθιερώνεται ἡ ἑορτή τῆς μνήμης του. Παλαιότερα στό Ἅγιο Ὄρος τόν τιμοῦσαν στίς 28 Ἰανουαρίου μαζί μέ τόν Ἅγιο Ἐφραίμ ἐνῷ τώρα τελευταῖα στίς 28 Σεπτεμβρίου. Ἀλλά μήπως αὐτή ἡ καθυστέρηση τοῦ ἑορτασμοῦ τῆς μνήμης του, λυμαίνεται καθόλου τήν ἁγιότητα του καί τή δόξα του; Μήπως ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ δέν εἶναι Ἅγιος; Κατ’ ἀρχάς πρέπει νά ποῦμε ὅτι ὑπάρχουν πολλοί Ἅγιοι οἱ ὁποῖοι ἀναφερόμενοι ὡς Ἅγιοι σέ βιβλία Πατερικά δέν ἔχουν καθιερωμένη μνήμη ἤ ὅπως συμβαίνει μέ τόν Ἅγιο Ἰσαάκ τόν Σύρο, καθιερώθηκε ἡ μνήμη τους τά τελευταῖα χρόνια. Ἔτσι ματαίως θά ἀναζητήσει κάποιος ἡμέρα μνήμης γιά τόν Ὅσιο Θεόγνωστο τῆς Φιλοκαλίας ἐνῷ ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Διαδόχου Φωτικῆς, τοῦ Ἡσυχίου τοῦ πρεσβυτέρου, τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Καρπαθίου, τοῦ συγγραφέως τῶν Παραμυθητικῶν κεφαλαίων πρός τούς ἐν Ἰνδίᾳ μοναχούς, τοῦ Ἁγίου Νικολάου τοῦ Καβάσιλα καί τοῦ Ἁγίου Συμεών Θεσσαλονίκης ἡ μνήμη καθιερώθηκε τά τελευταῖα χρόνια.
ΙΙ) Οἱ Ἅγιοι Πατέρες γιά τόν Ἀββᾶ Ἰσαάκ

Παρά ὅμως τήν ἔλλειψη ἡμερομηνίας μνήμης αὐτῶν τῶν Ἁγίων καί πολλῶν ἄλλων ἡ Ἐκκλησία δέχεται ὡς αὐθεντικό ἐν Χριστῷ, δηλαδή ὡς ἁγιοπνευματικό τό Βίο τους, τίς δέ διδαχές τους ὡς ἀπόσταγμα τῆς ὑπ’ αὐτῶν ἐμπειρίας τῆς θεώσεως, τῆς ὑπ’ αὐτῶν «αἰσθήσεως ἐν Θεῷ», ὅπως γράφει ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ.
Ὅλα αὐτά κατ’ ἐξοχήν ἰσχύουν σέ ὕψιστο βαθμό γιά τόν Ἅγιο Ἰσαάκ. Ὅλοι οἱ μετά ἀπ’ αὐτόν ἀσκητικοί Πατέρες παραπέμπουν σ’ αὐτόν, ὡς Ἅγιον Ἰσαάκ, ὡς γνήσιο διδάσκαλο τῆς ἀσκητικῆς ζωῆς, ὡς ἔμπειρο ἀγωνιστή καί ἐκπαιδευτή στόν πόλεμο κατά τοῦ διαβόλου καί τῶν παθῶν, ὡς πνευματική λυδία λίθο μέ τήν ὁποία δοκιμάζονται οἱ ἐμπειρίες τῶν ἀγωνιζομένων, ἄν εἶναι ἐκ τοῦ Θεοῦ ἤ ἐκ τοῦ διαβόλου. 
Σ’ αὐτόν παραπέμπει 29(!) φορές ὁ Ὅσιος Πέτρος ὁ Δαμασκηνός (Θ' αἰών) στά ἔργα του πού δημοσιεύονται στή Φιλοκαλία, ὁ Ὅσιος Νικηφόρος ὁ μονάζων, ὁ διδάσκαλος τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ στό Λόγο περί νήψεως καί φυλακῆς καρδίας, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης, ὁ ὁποῖος, συνιστᾶ στούς ἡσυχαστές τή μελέτη τῶν Λόγων του τοποθετώντας τον ἀνάμεσα στόν Ἅγιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακος καί τόν Ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή, οἱ Ἅγιοι Κάλλιστος καί Ἰγνάτιος οἱ Ξανθόπουλοι (26 παραπομπές). Ἀπό τόν Ἅγιο Κάλλιστο τόν Καταφυγιώτη ἀποκαλεῖται «ἡσυχίας ἄκρος ὑφηγητής».
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς γράφει: «... καρπόν τῆς προσευχῆς ὁ Ἅγιος Ἰσαάκ προσηγόρευσε τόν φωτισμόν· φησί γάρ, <καθαρότης ἐστί νοός, ἐφ’ ᾗ διαυγάζει ἐν τῷ καιρῷ τῆς προσευχῆς τό φῶς τῆς ἁγίας Τριάδος· καί τότε ὁ νοῦς ὑπεράνω τῆς προσευχῆς γίνεται καί οὐ δεῖ καλεῖν ταύτην προσευχήν, ἀλλά τοκετόν τῆς καθαρᾶς προσευχῆς, τῆς διά τοῦ Πνεύματος καταπεμπομένης> καί πάλιν <προσευχή ἐστι καθαρότης νοός, ἥτις μόνη ἐκ τοῦ φωτός τῆς Ἁγίας Τριάδος μετ’ ἐκπλήξεως τέμνεται>» καί τόν ὀνομάζει «ἐπόπτη καί συγγραφέα τῆς μυστικῆς ἐποπτίας».
Στόν Βίο τοῦ Ὁσίου Σάββα τοῦ Βατοπεδινοῦ, ὁ Ὅσιος Ἰσαάκ ἀναφέρεται ὑπό τοῦ βιογράφου τοῦ Ἁγίου Φιλοθέου, ὡς «ὁ παθών ταῦτα καί μαθών (δηλαδή τήν κατά Χριστόν ἀλλοίωσιν, ἔλλαμψιν καί θέωσιν) Σύρος ἐκεῖνος τήν ἡσυχίαν τε καί θεωρίαν ὁ περιβόητος».
Ὁ μεγάλος Ρῶσος ἡσυχαστής, ὁ Ἅγιος Νεῖλος Σόρσκυ (1433-1508) στά Ἀσκητικά του 37 φορές παραπέμπει στόν Ἅγιο μας.
Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης τόν ἀποκαλεῖ «ὁ ἐμός θεοφόρος φιλόσοφος Ἅγιος Ἰσαάκ».
Ὁ Γέρων Ἰουστῖνος Πόποβιτς γράφει: «Μεταξύ τῶν ἁγίων τούτων φιλοσόφων [δηλαδή τῶν Ἁγίων Πατέρων] μία ἀπό τάς πρώτας θέσεις ἀνήκει εἰς τόν μεγάλον ἀσκητήν καί ἅγιον Ἰσαάκ τόν Σύρον. Εἰς τά συγγράμματά του ὁ ἅγιος Ἰσαάκ μέ σπανίαν ἐμπειρικήν γνῶσιν παρακολουθεῖ καί περιγράφει τήν διαδικασίαν τῆς ἐξυγιάνσεως καί καθάρσεως τῶν ἀνθρωπίνων ὀργάνων τῆς γνώσεως».
Ὁ Γέροντας Ἱερώνυμος τῆς Αἰγίνης ἔλεγε: «Ὁ Ἰσαάκ ὁ Σύρος κρύβει ἕνα μεγάλο θησαυρό. Ἀνοίξετέ τον, διαβάσετέ τον πλουτίσατε πνευματικά... Ἄν δέν ἔχεις Ἰσαάκ Σῦρο, καί ἄν δέν ἔχεις λεφτά νά τόν ἀγοράσῃς, νά πάρῃς μιά τσάντα καί νά βγῇς νά ζητήσῃς χρήματα καί νά τόν πάρῃς... Ὅταν τό διαβάζῃς καί χαίρεσαι καί ἐλέγχεσαι… Νά διαβάζετε ἕνα φύλλο τήν ἡμέραν, νά βλέπεσθε σάν σέ καθρέφτη».
Ὁ Γέροντας Παΐσιος ἔλεγε: «Ἄν πήγαινε κανείς στό Ψυχιατρεῖο καί διάβαζε στούς ἀσθενεῖς τόν Ἀββᾶ Ἰσαάκ, θά γίνονταν καλά ὅσοι πιστεύουν στόν Θεό, γιατί θά γνώριζαν τό βαθύτερο νόημα τῆς ζωῆς». Στίς ἐπιστολές του ὁ Γέροντας γράφει: «Πολύ βοηθᾶ ἡ μελέτη στά Ἀσκητικά τοῦ Ἀββᾶ Ἰσαάκ, διότι καί τό βαθύτερο νόημα τῆς ζωῆς δίνει νά καταλάβει κανείς καί κάθε εἴδους μικρό ἤ μεγάλο κόμπλεξ καί ἐάν ἔχει ὁ ἄνθρωπος πού πιστεύει στό Θεό, τόν βοηθάει γιά νά τό διώξη»… Στό Βίο τέλος τοῦ Γέροντος διαβάζουμε: «Ἔλεγε ὅτι τό βιβλίο τοῦ Ἀββᾶ Ἰσαάκ ἀξίζει ὅσο ὁλόκληρη πατερική βιβλιοθήκη. Στό βιβλίο [τῶν Ἀσκητικῶν τοῦ Ἁγίου Ἰσαάκ] πού διάβαζε, κάτω ἀπό τήν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου, πού κρατᾶ στό χέρι του ἕνα φτερό καί γράφει, σημείωσε: <Ἀββᾶ μου, δός μου τήν πέννα σου νά ὑπογραμμίσω ὁλόκληρο τό βιβλίο σου>».
Ὁ Γέρων Πορφύριος ἔλεγε: «Βέβαια γιά τά μυστήρια πού ὁ Θεός ἀποκαλύπτει μέσα μας καλύτερη εἶναι ἡ σιωπή. Νά, ὅμως, πού μπορεῖ νά μᾶς συμβεῖ, ὅπως στόν Ἀπόστολο Παῦλο, πού λέγει: «Παραφέρθηκα· ἐσεῖς μέ ἀναγκάσατε νά τά πῶ λόγῳ τῆς ἀγάπης» (Ρωμ. 1, 11-12). Τό ἴδιο στενοχωριέται καί ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ, πού ἀναγκάζεται νά πεῖ τά μυστήρια καί τά βαθιά βιώματα τῆς καρδιᾶς του, ὁρμώμενος ἀπό ἀγάπη καί μόνο. νά πῶς τό λέει: «Ἔγινα μωρός· δέν ὑποφέρω νά φυλάξω τό μυστήριον ἐν σιωπῇ, ἀλλά γίνομαι ἀνόητος διά τήν ὠφέλειαν τῶν ἀδελφῶν...».
Ἀπό ὅλες αὐτές τίς μαρτυρίες τῶν Ἁγίων πατέρων καί συγχρόνων Γερόντων γίνεται ἐμφανής ἡ καθολική ἀποδοχή τῆς ἁγιότητος τοῦ Ἀββᾶ Ἰσαάκ καί τῶν ἁγίων συγγραμμάτων του, ἡ ὀρθοδοξία του καί ἡ γνησιότητα τῶν ἁγιοπνευματικῶν ἐμπειριῶν του.

ΙΙΙ) Ἀσεβεῖς φλυαρίες περί τοῦ προσώπου τοῦ Ἁγίου Ἰσαάκ

Ἄς ἔλθουμε τώρα στό βιβλίο τοῦ Ἀλφέγιεφ. «Ἀπό τήν εἰσαγωγή τοῦWensinck», γράφει στόν πρόλογο τοῦ βιβλίου ὁ ἐπίσκοπος Κάλλιστος, «καί ἀπό ἄλλες ἐργασίες ἔμαθα ποιός ἦταν ὁ Ἰσαάκ... Ἀνακάλυψα πώς ἀνῆκε στήν Ἐκκλησία τῆς Ἀνατολῆς, σ’ αὐτήν πού ἀποκαλεῖται συνήθως <Νεστοριανή>. Κι ἔτσι ἔφθασα σιγά σιγά στό σημεῖο νά συνειδητοποιήσω, πώς τοῦτο δέν σήμαινε πώς ὁ ἴδιος ὁ Ἰσαάκ ἤ ἡ ἐκκλησιαστική κοινότητα στήν ὁποία ἀνῆκε, θά μποροῦσε ἄκριτα νά καταδικαστοῦν ὡς αἱρετικοί». Ἀπό τά γραφόμενα τοῦ ἐπισκόπου Καλλίστου, ἀλλά καί ἀπό ὅλο τό βιβλίο τοῦ ἐπισκόπου Ἱλαρίωνος γίνεται ἀμέσως κατανοητό, ὅτι ἔχει διαγραφεῖ ἀπό τή συνείδησή τους ἡ ἐκκλησιαστική παράδοση περί τοῦ Βίου τοῦ Ἁγίου Ἰσαάκ «ἔμαθαν» ἀμφότεροι ἀπό τόν Wensinck καί ἀπό ἄλλες ἐργασίες, ὅτι ὁ ἀββᾶς Ἰσαάκ εἶναι Νεστοριανός!!!
Οἱ δυτικοί ἐρευνητές μελέτησαν τό νεστοριανό «βιβλίο τῆς ἁγνότητος» ὅπου γίνεται λόγος γιά κάποιον Ἰσαάκ πού γεννήθηκε στό Beit Qatraye στή δυτική ἀκτή τοῦ Περσικοῦ Κόλπου καί χειροτονήθηκε ἀπό τόν Νεστοριανό Givargis περίπου τό 660 ἐπίσκοπος Νινευΐ. Μετά 5 μῆνες παραιτήθηκε γιά ἄγνωστο λόγο καί ἀσκήτεψε στό ὄρος Matout. Μετά πῆγε στή Μονή Shabur, ὅπου πέθανε τυφλός ἀπό τό πολύ διάβασμα. Ἔγραψε καί κάποια βιβλία γιά τήν ἀναχωρητική ζωή. Μετά ἀπό αὐτή τή... φοβερή «ἀνακάλυψη», οἱ ἐρευνητές κατέληξαν ὅτι αὐτός εἶναι ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ πού γνωρίζουμε! Μέ πολύ μεγάλη εὐκολία ὁ Ἀλφέγιεφ περιφρονεῖ ὅλα τά ὑπάρχοντα στοιχεῖα τοῦ ὀρθοδόξου Βίου του: α) τόν τόπο καταγωγῆς πού εἶναι ἡ Νινευΐ ἤ ἡ Ἔδεσσα τῆς Μεσοποταμίας καί ὄχι τό Κατάρ β) τό χρόνο γεννήσεως, ὁ ὁποῖος ὑπολογίζεται περίπου 100 χρόνια νωρίτερα γ) τή διήγηση γιά τήν αἰτία παραιτήσεως του τήν ὁποία ἀποκαλεῖ «θρῦλο» καί τήν ἄμεση ἀναχώρησή του καί ὄχι μετά 5 μῆνες δ) τόν τόπο τῆς ἀσκήσεως του σέ σκήτη καί ὄχι στό μοναστήρι Σαμπούρ. Πλάθει μύθους γιά τούς λόγους χειροτονίας καί παραιτήσεως ἀπό τό ἐπισκοπικό ἀξίωμα. Κατά τό πλεῖστον ὁ νεστοριανός ἱστορικός εἶναι, γιά τόν Ἀλφέγιεφ, πλήρως ἀξιόπιστος, ἐνῷ οἱ πληροφορίες τῶν ὀρθοδόξων εἶναι μυθώδεις καί ἐλλειπεῖς.
Πάντως ἀπό τή σύγκριση τῶν δύο Βίων γίνεται φανερό ὅτι ὁ ὑπό τῆς νεστοριανῆς ἱστορικῆς πηγῆς ἀναφερόμενος Ἰσαάκ εἶναι ἄλλο πρόσωπο διάφορο τοῦ Ὁσίου. Τό γεγονός ὅτι στήν περιοχή τῆς Συρίας-Περσίας-Μεσοποταμίας ἦταν διαδεδομένος ὁ νεστοριανισμός δέν σημαίνει πώς ἐκεῖ δέν ὑπῆρχαν ὀρθόδοξοι καί πώς ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ ἐπίσκοπος Νινευΐ ταυτίζεται μέ τόν ἀναφερόμενο ἀπό τούς νεστοριανούς καί δέν εἶναι ὀρθόδοξος.
Βέβαια ἀπό παλαιά δημιουργούνταν προβλήματα ταυτίσεως ὀρθοδόξων Πατέρων μέ αἱρετικούς. 

Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης γράφει γιά τόν Ἅγιο Βαρσανούφιο: «... δύο ἐστάθησαν Βαρσανούφιοι, ἕνας ὁ παρών Ἅγιος καί ὀρθοδοξότατος πατήρ, καί ἄλλος αἱρετικός, ἐκ τῆς αἱρέσεως τῶν μονοφυσιτῶν... τόν ὁποῖον… ἀναφέρει ὁ θεῖος Σωφρόνιος, ὁ πατριάρχης Ἰεροσολύμων... Ὅτι δέ ὁ θεῖος οὗτος Βαρσανούφιος... ἧτον ὀρθοδοξότατος καί ἐδέχετο αὐτόν ἡ τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία ὡς Ἅγιον, ἐβεβαίωσε καί ὁ Ἅγιος Πατριάρχης Ταράσιος ἐρωτηθείς περί τούτου ἀπό τόν Ἅγιον Θεόδωρον τόν Στουδίτην. Βεβαιοῖ δέ καί ὁ αὐτός Θεόδωρος ὁ Στουδίτης ἐν τῇ αὐτοῦ Διαθήκῃ· Προσέτι… ἀποδέχομαι... καί πάντων τῶν θεσπεσίων Πατέρων, Διδασκάλων τε καί Ἀσκητῶν τούς βίους τε καί τά συγγράμματα. Τοῦτο δέ λέγω διά τόν φρενοβλαβῆ Πάμφιλον, τόν ἀπό Ἀνατολῆς φοιτήσαντα καί τούς δε τούς Ὁσίους διαβαλόντα· λέγω δή, Μᾶρκον, Ἡσαΐαν, Βαρσανούφιον, Δωρόθεόν τε καί Ἡσύχιον». Ἔτσι τό κριτήριο Ὀρθοδοξίας τῶν Ἁγίων εἶναι ἡ μαρτυρία τῶν μετ’ αὐτούς Ἁγίων Πατέρων. Σήμερα πιθανόν πολλοί ἐρευνητές καί πατρολόγοι ἐρευνώντας θά ταύτιζαν τούς δύο Βαρσανουφίους ἀκολουθώντας τόν «φρενοβλαβῆ» Πάμφιλο.
Ἔχουμε καί ἕνα ἀρκετά πρόσφατο παράδειγμα. Ὁ γνωστός ὀρθόδοξος θεολόγος John Meyendorff ἐπέμενε νά χαρακτηρίζει τόν Ἅγιο Σάββα τόν Βατοπεδινό ἀντιησυχαστή καί ἀντι-Παλαμίτη, ἄν καί ὁ βίος του εἶναι πλήρης ἁγιοπνευματικῶν ἐμπειριῶν. Τόν ταύτιζε ἐσφαλμένα μέ κάποιο ἀντιησυχαστή ὀνόματι Σάββα Λογαρᾶ μέχρις ὅτου σέ χειρόγραφο τῆς Ἱ. Μονῆς Μ. Λαύρας ἀποκαλύφθηκε ὅτι τό ἐπώνυμο τοῦ Ἁγίου ἦταν Τζῖσκος! Στ’ ἀλήθεια χρειαζόταν αὐτή ἡ μαρτυρία γιά να πεισθοῦμε περί τῆς ἁγιότητος τοῦ Ὁσίου Σάββα τοῦ Βατοπεδινοῦ, ὅταν ἔχουμε τό θαυμαστό Βίο του καί τή μαρτυρία τοῦ Ἁγίου Φιλοθέου;
IV) Τά ἀνοσιουργήματα τοῦ ψευδο-Ἰσαάκ.

Μετά τήν ψευδοανακάλυψη ὅτι ὁ Ἅγιος Ἰσαάκ ἦταν νεστοριανός, ἀκολούθησε καί ἄλλη «ἀνακάλυψη». Κάποιος δρ. Sebastian Brock ἀνακάλυψε τό 1983 σέ βιβλιοθήκη τῆς Ὀξφόρδης κάποιο χειρόγραφο τοῦ δεκάτου ἤ ἑνδεκάτου αἰῶνος πού περιεῖχε στή Συριακή γλῶσσα μιά συλλογή ἀσκητικῶν λόγων (41 Κεφάλαια) στό ὄνομα Ἰσαάκ τοῦ Σύρου. Τούς περισσότερους λόγους ἐξέδωσε ὁ Brock με ἀγγλική μετάφραση τό 1995.
Δυστυχῶς ἀπό τίς ἐκδόσεις «Θεσβίτης» τῆς Ἱ. Μονῆς Προφήτου Ἠλιού Θήρας μεταφράστηκαν σέ τρεῖς τόμους οἱ Λόγοι αὐτοί. Ὑποτίθεται ὅτι αὐτά εἶναι κείμενα γνήσια τοῦ Ἀββᾶ Ἰσαάκ. Ὅπως γράφει ὁ Ἀλφέγιεφ αὐτή ἡ συλλογή «δέν μεταφράστηκε στήν Ἑλληνική καί δέν γνώρισε τή διάδοση τῆς πρώτης». Γιατί ἄραγε; Ὑπῆρχε λόγος; Μάλιστα. Ὑπάρχουν τρεῖς λόγοι σοβαρότατοι.

α) Διότι κατά τήν ὀρθόδοξη παράδοση τά κείμενα αὐτά δέν ἀνήκουν στόν ὅσιο Ἰσαάκ.
Πουθενά ἀπό ὀρθοδόξου πλευρᾶς δέν γίνεται μνεία γιά τά κείμενα αὐτά. Ἀπορεῖ στ’ ἀλήθεια κανείς γιά τή βεβαιότητα τοῦ Ἀλφέγιεφ καί τῶν εὐρωπαίων δασκάλων του ὅσον ἀφορᾶ τή γνησιότητα αὐτοῦ τοῦ, ὅπως τό ἀποκαλεῖ, «Β´ μέρους» τῶν ἔργων τοῦ Ἀββᾶ Ἰσαάκ, ὅταν κατά πολλούς δυτικούς μελετητές, τούς ὁποίους ὁ Ἀλφέγιεφ ἀκολουθεῖ κατά πόδας, τήν περίοδο αὐτή στήν περιοχή Συρίας-Μεσοποταμίας ὑπάρχουν πολλοί συγγραφεῖς μέ τό ὄνομα Ἰσαάκ. Τό γεγονός αὐτό δημιουργεῖ ἀμφιβολίες ὡς πρός τήν πατρότητα τῶν κειμένων πού φέρουν τό ὄνομα τοῦ Ἰσαάκ τῆς Νινευΐ. Τέτοιοι εἶναι ὁ Ἰσαάκ Ἀντιοχείας μέ κείμενα κατά νεστοριανῶν καί Μονοφυσιτῶν, οἱ μονοφυσίτες Ἰσαάκ τοῦ Ἀμίδα καί Ἰσαάκ Ἐδέσσης καί κάποιος ὀρθόδοξος Ἰσαάκ ἀπό τήν Ἔδεσσα. Ἀλλά καί ὁ Ἀλφέγιεφ διατελῶν ἐν συγχύσει προσπαθεῖ νά ξεκαθαρίσει τά κείμενα χωρίς κατά τή γνώμη μου ἀποτέλεσμα. Ἰδού τί γράφει: «Ὁ Bedjan δίνει μερικά ἀποσπάσματα ἀπό τό Γ´ Μέρος [οἱ «εἰδικοί» κάνουν λόγο καί γιά Γ΄ μέρος(!)], ἀλλά αὐτά τά κείμενα ἀνήκουν στήν πραγματικότητα στόν Dadisho ἀπό τό Κατάρ... ἐπίσης ἀναφέρει τή Βίβλο τῆς Χάριτος, πού ἀποδίδεται στόν Ἰσαάκ, ἀλλά οἱ σύγχρονοι μελετητές ἀμφισβητοῦν τήν αὐθεντικότητά του. Ὁ D. Miller ὑποστηρίζει πώς δέν ἔχει γραφτεῖ ἀπό τόν Ἰσαάκ, ἀλλά ἀνήκει στήν πένα τοῦ Συμεών d- Taibutheh». Ἀκόμα καί ἀπό τά γνήσια κείμενα τοῦ Ἁγίου ὁρισμένα τά ἀποδίδει ὁ Ἀλφέγιεφ σέ αἱρετικούς. Πλήρης καί καθολική σύγχυση!
Γιά μᾶς τούς ὀρθοδόξους, βέβαια, οἱ ὁποῖοι ἐμπιστευόμαστε τήν Παράδοση τά πράγματα εἶναι ἁπλᾶ. Δέν δεχόμεθα, δέν παραλαμβάνουμε «ἀλλαχόθεν», δηλαδή ὑπό τῶν κλεπτῶν καί ληστῶν τῆς σωτηρίας μας ὅ,τι δέν μᾶς παραδίδει ἡ Ἁγία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία διά τῶν Ἁγίων Πατέρων. Παρά ταῦτα ἄς δοῦμε καί τό δεύτερο οὐσιαστικό λόγο ἀπορρίψεως τῶν κειμένων αὐτῶν.

β) Διότι σέ πολλά σημεῖα τά κείμενα αὐτά γέμουν νεστοριανῶν κακοδοξιῶν καί παραπέμπουν σέ αἱρετικούς.
Ὁ αἱρετικός Νεστόριος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, πίστευε ὅτι στόν Χριστό ὑπάρχουν ὄχι μόνο δύο φύσεις ἀλλά καί δύο πρόσωπα. Μή δυνάμενος νά δεχθεῖ τήν ἑνότητα τῶν θείων φύσεων στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, τήν πρόσληψη τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως εἰς τήν Ὑπόστασιν τοῦ Θεοῦ Λόγου ἐπινόησε διαφόρων εἰδῶν ἑνώσεις «κατά τήν ἀξίαν... καί ταυτοβουλίαν καί ὁμοτιμίαν καί εὐδοκίαν καί ὁμωνυμίαν» ἀρνούμενος τήν καθ’ ὑπόστασιν Ἕνωση πού εἶναι καί ἡ προϋπόθεση τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου. Γι’ αὐτή τήν πλάνη ἀναθεματίσθηκε ἀπό τήν Γ´ ἐν Ἐφέσῳ Οἰκουμενική Σύνοδο. Ἀπό τά κείμενα τοῦ ψευδο-Ἰσαάκ ἀποσπάσματα τῶν ὁποίων παραθέτει ὁ Ἀλφέγιεφ, γίνεται φανερό ὅτι ὁ συγγραφεύς τους εἶναι νεστοριανός.
Ἰδού ἀποσπάσματα:
1) Δοξάζω τή θεία Σου Φύση Κύριε, ἐπειδή ἔκανες τή φύση μου... τόπο ὅπου μπορεῖς νά κατοικήσεις καί ναό ἅγιο γιά τή Θεότητά Σου, δηλαδή γιά Ἐκεῖνον πού κρατᾶ τά σκῆπτρα τῆς Βασιλείας σου... τό ἔνδοξο σκήνωμα τῆς αἰώνιας Ὕπαρξης Σου... τόν Ἰησοῦ Χριστό...
Ἐδῶ βλέπουμε νά διαχωρίζεται ἡ Θεία φύση ἀπό τήν ἀνθρώπινη. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἷναι ἕνας ἄνθρωπος πού εἶναι ἁπλῶς «τό ἔνδοξο σκήνωμα τῆς Θεότητος». Πρόκειται γιά τή νεστοριανική πλάνη.

2) Δέν διστάζουμε νά ἀποκαλοῦμε τήν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Κυρίου μας -καί εἶναι ὄντως ἀληθινός ἄνθρωπος - «Θεό» καί «Δημιουργό» καί «Κύριο»... Εἶπε ἀκόμα καί στούς Ἀγγέλους νά τόν λατρεύουν... Παραχώρησε σ’ Αὐτόν νά λατρεύεται ἀδιάκριτα μαζί μέ Ἐκεῖνον, μέ μιά ἑνιαία πράξη λατρείας γιά τόν Ἄνθρωπο πού ἔγινε Κύριος καί γιά τή Θεότητα ἐξίσου…
Κι ἐδῶ βλέπουμε δύο χωριστά πρόσωπα «Ἐκεῖνον» καί «Αὐτόν» τόν «Ἄνθρωπο» μέ κεφαλαῖο Α καί τήν «Θεότητα», στούς ὁποίους ἀπονέμεται ἡ ἴδια τιμή!! Γιά τό λόγο αὐτό ὁ ἱερός Δαμασκηνός ἀποκαλοῦσε τόν Νεστόριο «ὀλεθριώτατο ἀνθρωπολάτρη», ἀφοῦ θεωρώντας τό Χριστό ἄνθρωπο, ἔστω καί μέ κεφαλαῖο Α, τόν λατρεύει ὡς Θεό.

Ἀλλά ἡ πλάνη αὐτή εἶχε ξεκινήσει ἀπό τόν διδάσκαλο τοῦ Νεστορίου τόν Θεόδωρο ἐπίσκοπο Μοψουεστίας (392-428) καί ἀπό τόν Διόδωρο Ταρσοῦ διδάσκαλο τοῦ Θεοδώρου. Ὁ Θεόδωρος ὁμιλεῖ γιά «συνάφειαν» δηλαδή «ἕνωσιν δύο ἐντελῶς χωριστῶν ὄντων κατά ἐπαφήν». Πίστευε ἐπίσης ὅτι «πρό τῆς Ἀναστάσεως ὁ Χριστός ἠδύνατο νά ἁμαρτήση· καί νά αἰχμαλωτισθῆ ἀπό ρυπαρούς λογισμούς». Γιά τίς πλάνες του μετά θάνατον καταδικάσθηκε ἀπό τήν Ε´ Οἰκουμενική Σύνοδο (553 μ. Χ). Διαβάζουμε στά Πρακτικά της: «Ὅταν λοιπόν ἐφέραμεν εἰς τό μέσον τάς κατεσπαρμένας εἰς τά βιβλία του [τοῦ Θεοδώρου] βλασφημίας, ἐθαυμάσαμεν εἰς αὐτάς τήν μακροθυμίαν τοῦ Θεοῦ πῶς δέν ἐκάη αὐτοστιγμεί ἀπό τό θεῖο πῦρ ἡ γλῶσσα του καί ὁ νοῦς του πού ἐξήμεσαν τέτοια πράγματα... Οὔτε οἱ δαίμονες δέν ἐτόλμησαν νά εἴπουν ποτέ τοιαῦτα πράγματα ἐναντίον Σου!».

Ὁ Ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας γράφει γιά τό Θεόδωρο καί τό Διόδωρο σέ ἐπιστολή του πρός τόν βασιλέα Θεοδόσιο: «Ὑπῆρξε ἕνας Θεόδωρος καί πρό αὐτοῦ ἕνας Διόδωρος... Αὐτοί ὑπῆρξαν οἱ πατέρες τῆς ἀσεβείας τοῦ Νεστορίου. Καθ’ ὅσον εἰς τά βιβλία πού συνέθεσαν βλασφημοῦν ὑπέρογκα κατά τοῦ πάντων ἡμῶν Σωτῆρος Χριστοῦ».
Καί ὅμως αὐτοί οἱ αἱρεσιάρχες στά κείμενα τοῦ ψευδο-Ἰσαάκ ἀναφέρονται ὡς οἱ μεγαλύτεροι διδάσκαλοι. «Ὅποιος θέλει μπορεῖ νά στραφεῖ στά γραπτά τοῦ Εὐλογημένου Ἑρμηνευτῆ» γράφει περί τοῦ Θεοδώρου Μοψουεστίας ὁ ψευδο-Ἰσαάκ «σέ ἕναν ἄνθρωπο...» πού «τοῦ παραδόθηκαν μέ ἐμπιστοσύνη τά κρυμμένα μυστήρια τῆς Ἁγίας Γραφῆς... Τόν δεχόμαστε μᾶλλον σάν ἕναν ἀπό τούς ἀποστόλους, καί ὅποιος ἀντιτάσσεται στούς λόγους του... τόν θεωροῦμε ξένο πρός τήν κοινότητα τῆς Ἐκκλησίας». Τό Διόδωρο Ταρσοῦ ἀποκαλεῖ «μεγάλο διδάσκαλο τῆς Ἐκκλησίας» καί «ἱερό Διόδωρο» ἐνῶ καί οἱ δύο Θεόδωρος καί Διόδωρος ἀποκαλοῦνται στύλοι τῆς Ἐκκλησίας.
γ) Διότι στά ψευδοϊσάακεια συγγράμματα διακηρύσσεται ἡ ὠριγενική κακοδοξία περί ἀποκαταστάσεως τῶν πάντων.
Ὁ ψευδο-Ἰσαάκ δέχεται τήν ὠριγενιστική πλάνη τῆς ἀποκαταστάσεως τῶν πάντων. Ὁ Ὠριγένης πίστευε, ἀντίθετα ἀπό τούς φοβερούς λόγους τοῦ Κυρίου περί αἰωνίου Ζωῆς καί αἰωνίου κολάσεως, ὅτι κάποια στιγμή ἡ κόλαση θά λάβει τέλος καί ὅλοι θά μποῦνε στόν Παράδεισο! Ὁ ψευδο-Ἰσαάκ παραπέμπει στούς αἱρετικούς Θεόδωρο καί Διόδωρο πού δέχονταν αὐτές τίς ἰδέες γιά νά θεμελιώσει τήν κακοδοξία περί τοῦ τέλους τῆς Γεέννης. Παραπέμπει στό Θεόδωρο πού γράφει: «... Ποτέ δέν θά ἔλεγε ὁ Χριστός... «δαρήσεται πολλάς» καί «δαρήσεται ὀλίγας», ἄν οἱ ποινές πού ἀναλογοῦν στίς ἁμαρτίες μας δέν ἦταν νά λάβουν κάποτε τέλος».
Παραπέμπει καί στόν Διόδωρο πού λέει: «οἱ ραβδισμοί πού περιμένουν τούς κακούς δέν εἶναι αἰώνιοι... μπορεῖ νά βασανίζονται ὅπως τούς ἀξίζει γιά ἕνα σύντομο μόνο διάστημα... ὅμως κατόπιν τούς περιμένει ἡ εὐτυχία τῆς ἀθανασίας πού εἶναι παντοτινή».

Μέ βάση αὐτές τίς αἱρετικές διδασκαλίες ὁ ψευδο-Ἰσαάκ κάμει ἕνα ἅλμα βαθύτερο στήν πλάνη γράφοντας: «Εἶναι ξεκάθαρο πώς ὁ Θεός δέν ἐγκαταλείπει τούς πεπτωκότες, καί πώς δέν θά ἀφήσει τούς δαίμονες νά παραμείνουν στήν δαιμονική τους κατάσταση, οὔτε τούς ἁμαρτωλούς στίς ἁμαρτίες τους. Ἀντιθέτως θά τούς ὁδηγήσει σ’ αὐτή τήν κατάσταση τῆς τέλειας ἀγάπης καί τῆς ἀπάθειας τοῦ νοῦ, τήν ὁποία κατέχουν ἤδη οἱ ἅγιοι ἄγγελοι... Ἴσως νά φθάσουν σέ μιά τελειότητα ἀκόμη μεγαλύτερη καί ἀπό αὐτήν τῆς παρούσας ὕπαρξης τῶν ἀγγέλων»!!!

Φοβερές βλασφημίες αὐτοῦ τοῦ ψευδοαγίου! Οἱ δαίμονες νά γίνουν ἀνώτεροι ἀπό τούς ἀγγέλους! Ὁ ψευδο-Ἰσαάκ βάλθηκε νά πραγματοποιήσει τά ἀρχέγονα σχέδια τοῦ Ἑωσφόρου βάζοντας τον πάνω ἀπό ὅλους.

V) Ἡ κακίστη παρέμβαση τοῦ ἐπισκόπου Καλλίστου Ware.


Στά 1998 ὁ ἐπίσκοπος Διοκλείας Κάλλιστος Ware ἔγραψε ἕνα ἄρθρο στό περιοδικό Theology Digest (1998) μέ τίτλο: «Τολμᾶμε νά ἐλπίζουμε γιά τή σωτηρία ὅλων;» Καί καταλήγει γράφοντας ὅτι «ἡ πίστη μας στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μᾶς κάνει νά ἐλπίζουμε ὅτι ὅλοι θά σωθοῦν».
Μέ τό ἄρθρο αὐτό τίθενται ὑπό συζήτηση οἱ βάσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐσχατολογίας, στήν πραγματικότητα τά ἴδια τά λόγια τοῦ Κυρίου. Διερωτᾶται ὁ ἐπίσκοπος Κάλλιστος ἄν θά ὑπάρξει αἰωνία κόλαση. Βάζει τόν ἀναγνώστη μπροστά στό φιλοσοφικό δίλημμα: ἔσχατος δυαλισμός ἤ ἔσχατη ἀποκατάσταση καί συμφιλίωση. Ἰδού τό σκεπτικό του: «Ἄν ξεκινοῦμε τονίζοντας ὅτι ὁ Θεός δημιούργησε ἕναν κόσμο «καλόν λίαν» καί ἐάν ἔπειτα ὑποστηρίζουμε ὅτι ἕνα σημαντικό μέρος τῆς λογικῆς Του δημιουργίας θά καταλήξει σέ ἀνυπόφορη ὀδύνη, χωρισμένο ἀπό Αὐτόν αἰώνια, αὐτό ἀσφαλῶς ὑποδηλώνει ὅτι ὁ Θεός ἔχει ἀποτύχει στό δημιουργικό Του ἔργο καί ἔχει ἡττηθεῖ ἀπό τίς δυνάμεις τοῦ κακοῦ. Εἴμαστε ἥσυχοι καί ἱκανοποιημένοι μέ ἕνα τέτοιο συμπέρασμα; Ἤ τολμοῦμε, ἔστω καί μέ κάποιο δισταγμό, πέρα ἀπό αὐτή τή δυαδικότητα, νά βλέπoυμε πρός μία ἔσχατη ἀποκατάσταση τῆς ἑνότητος ὅπου «ὅλα θά εἶναι καλά;» (all shall be well)». Ἀναζητεῖ λοιπόν ὁ ἐπίσκοπος Κάλλιστος ἕνα... happy end γιά τό μέλλον τοῦ κόσμου. Ὅμως αὐτό βρίσκεται σέ ἀντίθεση μέ τήν ἐν ἐλευθερίᾳ ἀγάπη τοῦ φιλανθρώπου Δεσπότου πρός τά πλάσματά Του.
Ὁ ἐπίσκοπος χρησιμοποιεῖ γνωστά χωρία ὅπου γίνεται λόγος γιά «κόλασιν αἰώνιον», γιά τό «πῦρ τό αἰώνιον», «τόν ἀκοίμητο σκώληκα», καί «τό χάσμα τό μέγα» τά ὁποῖα, ὅπως γράφει, «ἀποδίδονται εὐθέως στόν Ἰησοῦ»! Ἀφήνει νά ἐννοηθεῖ ὅτι ὅλα αὐτά εἶναι μεταφορές καί σύμβολα ἐνῷ τό ἐπίθετο αἰώνιος μπορεῖ νά ἔχει σχέση μόνο μέ τόν παρόντα αἰῶνα ὄχι μέ τόν μέλλοντα… Βάζει λοιπόν τό δηλητήριο τῆς ἀμφιβολίας γιά τό νόημα τῶν φοβερῶν λόγων τοῦ Κυρίου καί στή συνέχεια ἀντιπαραβάλλει τά χωρία αὐτά μέ μιά ἄλλη σειρά χωρίων ἀπό τίς Ἐπιστολές τοῦ Ἀπ. Παύλου, τά ὁποῖα ἑρμηνεύει ὅπως ὁ Ὠριγένης. Γιά τόν Ὠριγένη γράφει: «Τό λάθος τοῦ Ὠριγένους ἦταν ὅτι προσπάθησε νά πεῖ πάρα πολλά.   Α ὐ τ ό    ε ἶ ν α ι   ἕ ν α   σ φ ά λ μ α   π ο ύ   θ α υ μ ά ζ ω   μ ᾶ λ λ ο ν   π α ρ ά  ἀ π ο σ τ ρ έ φ ο μ α ι, (δική μας ἡ ἀραίωση) ἀλλά ὁπωσδήποτε ἦταν λάθος». Στά πλαίσια τοῦ θαυμασμοῦ του γιά τόν Ὠριγένη ὁ Κάλλιστος Ware καί γιά νά τόν ὑπερασπιστεῖ φθάνει στό σημεῖο νά ἀμφισβητεῖ τό οἰκουμενικό κῦρος τῆς καταδίκης τοῦ Ὠριγένους ἀπό τήν Ε΄ Οἰκουμ. Σύνοδο.
Γιά νά στηρίξει τή κακοδοξία του περί ἀποκαταστάσεως τῶν πάντων ὁ ἐπίσκοπος Κάλλιστος παρουσιάζει τόν Ἀββᾶ Ἰσαάκ ὡς ἀνήκοντα στήν «Ἐκκλησία τῆς Ἀνατολῆς» δηλαδή ὡς νεστοριανό καί ἀποδέχεται ὡς γνήσια τά κακόδοξα ψευδοϊσαάκεια ἔργα. Γράφει ὅτι ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ δέν εἶχε σχέση ὑπακοῆς μέ τόν Βυζαντινό Αὐτοκράτορα καί ὡς ἐκ τούτου οὔτε ἀναγνώριζε τήν Ε΄ Οἰκ. Σύνοδο οὔτε ἐλάμβανε ὑπ᾽ ὄψιν του τά ἀναθέματα πού ἐκείνη εἶχε υἱοθετήσει κατά τοῦ Ὠριγένους. Ἰδού λοιπόν ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ νεστοριανός καί ὠριγενιστής καί παρά ταῦτα Ἅγιος! Παραδοξότητες ἄν μή τί ἄλλο!
Γράφει ἀκόμη ὁ ἐπίσκοπος Κάλλιστος ὅτι ὁ «Ἰσαάκ... μέ περισσότερο πάθος ἀπό τόν Ὠριγένη ἀπορρίπτει ὁποιοδήποτε ὑπαινιγμό ὅτι ὁ Θεός εἶναι μνησίκακος καί ἐκδικητικός... καί ὅταν τιμωρεῖ... ὁ σκοπός εἶναι ἀναμορφωτικός καί θεραπευτικός». Ἰσχυρίζεται τέλος ὅτι γιά τόν Ἅγιο Ἰσαάκ -στήν οὐσία γιά τόν ψευδο-Ἰσαάκ- «ἡ Γέεννα δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά ἕνας τόπος ἐξαγνισμοῦ καί καθάρσεως, πού βοηθεῖ στό νά ἔλθει εἰς πέρας τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ ὁ ὁποῖος «πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Α' Τιμ. 2, 4). Μέ τόν τρόπο αὐτό ὁ Ἀββᾶς μας, ἀδίκως ἐπωμιζόμενος τίς κακοδοξίες τοῦ ψευδο-Ἰσαάκ, κατατάσσεται στούς ὀπαδούς τῆς θεωρίας τοῦ καθαρτηρίου πυρός. Καί βέβαια πλαγίως ἀλλά σαφῶς τή θεωρία αὐτή ἀσπάζεται καί ὁ ἴδιος ὁ ἐπίσκοπος Κάλλιστος ὁ ὁποῖος δέν παραλείπει νά παρατηρήσει ὅτι «οἱ ρωμαιοκαθολικές καί Ὀρθόδοξες ἀπόψεις περί <μέσης καταστάσεως> [τῶν ψυχῶν] μετά θάνατον, δέν βρίσκονται σέ τόσο ὀξεῖα ἀντίθεση μεταξύ τους, ὅσο φαίνεται ἐκ πρώτης ὄψεως»! 
Λοιπόν φαίνεται ὅτι ὁ ἐπίσκοπος αὐτός νομίζει ὅτι κατάλαβε καλύτερα ἀπό τούς Ἁγίους Πατέρες τί σημαίνει Καθαρτήριο καί πόσο ἀσήμαντη εἶναι αὐτή ἡ πλάνη τοῦ Παπισμοῦ! Νά ἕνα ἀκόμη οἰκουμενιστικό προγεφύρωμα πρός τήν κατεύθυνση τῶν παπικῶν, ὅπου κλήθηκε νά παίξει τό ρόλο του καί ὁ Ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος. Δυστυχῶς γιά τούς ἔνθερμους, ὄψιμους ὀπαδούς τοῦ Ὠριγενισμοῦ, ὁ Ἅγιος Ἰσαάκ ἀρνεῖται νά παίζει ρόλους καί ἡ γνησία διδασκαλία του διαψεύδει τίς φροῦδες ἐλπίδες τους.
VI) Ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ περί τῆς αἰωνίου Ζωῆς καί τῆς αἰωνίου κολάσεως

Ὅλες οἱ προαναφερθεῖσες κακοδοξίες τῶν ψευδοϊσαακείων συγγραμμάτων δέν ἔχουν καμμία σχέση μέ τόν Ἀββᾶ Ἰσαάκ, καί τήν κατά πάντα ὀρθόδοξη διδασκαλία του.
α) Ὅσον ἀφορᾶ στίς νεστοριανές κακοδοξίες, παρά τίς... φιλότιμες προσπάθειες τοῦ Ἀλφέγιεφ καί τῶν σύν αὐτῷ, δέν μποροῦν νά ἀποδείξουν ὅτι τέτοιες πλάνες ὑπάρχουν στά γνήσια ἔργα τοῦ Ἁγίου.
β) Ὅσον ἀφορᾶ τήν ἀποκατάσταση τῶν πάντων πρέπει νά εἰπωθοῦν τά ἑξῆς: Ὁ ἀββᾶς Ἰσαάκ ἐκφράζει τήν καθ᾽ ὁμοίωσιν Θεοῦ ἀγάπη του πρός κάθε πλάσμα ἀκόμα καί πρός τούς δαίμονες: Ἠρωτήθη πάλιν... Καί τί ἔστι καρδία ἐλεήμων; καί εἶπε· καῦσις καρδίας ὑπέρ πάσης τῆς κτίσεως, ὑπέρ τῶν ἀνθρώπων, καί τῶν ὀρνέων, καί τῶν ζώων, καί τῶν δαιμόνων, καί ὑπέρ παντός κτίσματος. Καί ἐκ τῆς μνήμης αὐτῶν καί τῆς θεωρίας αὐτῶν ρέουσιν οἱ ὀφθαλμοί αὐτοῦ δάκρυα. Ἐκ τῆς πολλῆς καί σφοδρᾶς ἐλεημοσύνης τῆς συνεχούσης τήν καρδίαν, καί ἐκ τῆς πολλῆς καρτερίας σμικρύνεται ἡ καρδία αὐτοῦ, καί οὐ δύναται βαστάξαι ἤ ἀκοῦσαι ἤ ἰδεῖν βλάβην τινά ἤ λύπην μικράν ἐν τῇ κτίσει γινομένην. Καί διά τοῦτο καί ὑπέρ τῶν ἀλόγων, καί ὑπέρ τῶν ἐχθρῶν τῆς ἀληθείας, καί ὑπέρ τῶν βλαπτόντων αὐτόν ἐν πάσῃ ὥρα εὐχήν μετά δακρύων προσφέρει, τοῦ φυλαχθῆναι αὐτούς, καί ἱλασθῆναι αὐτοῖς ὁμοίως καί ὑπέρ τῆς φύσεως τῶν ἑρπετῶν ἐκ τῆς πολλῆς αὐτοῦ ἐλεημοσύνης τῆς κινουμένης ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ ἀμέτρως καθ’ ὁμοιότητα Θεοῦ».

Αὐτή ὅμως ἡ ἀγάπη δέν ἀκυρώνει τή διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου τήν ὁποία διατρανώνει ὁ Ἀββᾶς μας: Καί διεχώρισε [ὁ Θεός] τά ὅρια τῶν διαφορῶν τῶν κατασκηνωμάτων αὐτῶν εἰπών˙ ὅτι  ἀ π ε λ ε ύ σ ο ν τ α ι   ο ὗ τ ο ι  ε ἰ ς  κ ό λ α σ ι ν  α ἰ ώ ν ι ο ν,  δ η λ ο ν ό τ ι  ο ἱ  ἁ μ α ρ τ ω λ ο ί ˙  ο ἱ  δ έ  δ ί κ α ι ο ι,  ε ἰ ς  ζ ω ή ν  α ἰ ώ ν ι ο ν  ἐ κ λ ά μ ψ ο υ σ ι ν  ὡ ς  ὁ  Ἥ λ ι ο ς. Καί πάλιν˙ ἥξουσιν ἀπό ἀνατολῶν καί δυσμῶν καί ἀνακλιθήσονται ἐν τοῖς κόλποις Ἀβραάμ ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν, οἱ δέ υἱοί τῆς βασιλείας ἐκβληθήσονται εἰς τό σκότος τό ἐξώτερον˙ ὅπου ὁ κλαυθμός καί ὁ βρυγμός τῶν ὀδόντων. Ὅπερ ἐστί παντός πυρός φοβερώτατον».

Ὁ ψευδο-Ἰσαάκ ὄντας ἕνας ἀφώτιστος νεστοριανός γιά νά δικαιολογήσει τήν πλάνη περί ἀποκαταστάσεως τῶν πάντων ὁμιλεῖ γιά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί ρωτᾶ: «Ποιός μπορεῖ νά πεῖ ἤ νά φανταστεῖ πώς ἡ ἀγάπη τοῦ Κτίστου δέν εἶναι ἀνώτερη τῆς Γεέννης;»
Ὁ γλυκύτατος ἀββᾶς μας τοῦ ἀπαντᾶ: «Ἄτοπον ἐστι λογίζεσθαι τινα, ὅτι οἱ ἁμαρτωλοί ἐν τῇ γεέννῃ στεροῦνται τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ», δηλαδή εἶναι παράλογο νά σκεφτεῖ κάποιος ὅτι οἱ ἁμαρτωλοί στήν κόλαση στεροῦνται τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.

Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ δέν ἀπουσιάζει οὔτε ἀπό τήν κόλαση γιατί ὡς ἄκτιστη ἐνέργεια προσφέρεται σέ ὅλους, ἡ δέ κόλαση δέν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπό τήν διαρκῆ ἄρνηση τῆς προσφερομένης ἀγάπης. Αὐτή ἡ ἀγάπη γιά μέν τούς πιστούς γίνεται φῶς, γιά δέ τούς κολασμένους πῦρ. Ἰδού πῶς τά γράφει αὐτά ὁ εὐλογημένος Ὅσιος Ἰσαάκ: Ἐγώ δέ λέγω, ὅτι ἐν τῇ γεέννῃ κολαζόμενοι, τῇ μάστιγι τῆς ἀγάπης μαστίζονται. Καί τί πικρόν καί σφοδρόν τό τῆς ἀγάπης κολαστήριον; Τουτέστιν ἐκεῖνοι οἵτινες ἠσθήθησαν, ὅτι εἰς τήν ἀγάπην ἔπταισαν μείζονα τήν κόλασιν ἔχουσι πάσης φοβουμένης κολάσεως. Ἡ γάρ λύπη ἡ βάλλουσα ἐν τῇ καρδίᾳ ἐκ τῆς εἰς τήν ἀγάπην ἁμαρτίας, ὀξυτέρα ἐστίν πάσης κολάσεως γινομένης. Ἄτοπον ἐστι λογίζεσθαι τινα, ὅτι οἱ ἁμαρτωλοί ἐν τῇ γεέννῃ στεροῦνται τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀγάπη ἔκγονόν ἐστί τῆς γνώσεως τῆς ἀληθείας, ἥτις ὁμολογουμένως κοινῶς πᾶσι δίδοται. Ἐνεργεῖ δέ ἡ ἀγάπη ἐν τῇ δυνάμει αὐτῆς κατά διπλοῦν τρόπον· τούς μέν ἁμαρτωλούς κολάζουσα, ὡς καί ἐνταῦθα συμβαίνει πρός φίλον ἀπό φίλου· τούς δέ τετηρηκότας τά δέοντα, εὐφραίνουσα ἐν αὐτῇ. Καί αὕτη ἐστί κατάγε τόν ἐμόν λόγον ἡ ἐν τῇ γεέννη κόλασις, ἡ μεταμέλεια».

Ἀντιλαμβάνεται λοιπόν κανείς ὅτι ἡ κόλαση δέν εἶναι τιμωρία ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ, ἀλλά συνέπεια τῶν ἐπιλογῶν τοῦ ἀνθρώπου. Καί αὐτό σεβόμενος ὁ Θεός δέν κάμει βίαιη ἀνατροπή, ὅπως ἰσχυρίζονται οἱ ὠριγενιστές, μαζί τους καί ὁ ψευδο-Ἰσαάκ, καταργώντας τήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου.

VI) Ἡ σκοπιμότητα τοῦ βιβλίου τοῦ ἐπισκόπου Ἱλαρίωνος Ἀλφέγιεφ.

Πάντως ὁ ἐπίσκοπος Ἀλφέγιεφ, ὁ συγγραφέας τοῦ βιβλίου «Ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος. Ὁ πνευματικός του κόσμος» δέν νοιώθει τήν ἀνάγκη νά δικαιολογήσει τόν ψευδοάγιο γιά τίς πλάνες του. Τόν ταυτίζει μέ τόν Ἅγιο Ἰσαάκ καί πιστεύει ὅτι ὁ Ἅγιος ἔχει τέτοιες κακόδοξες ἀπόψεις ἐπειδή ἀνῆκε δῆθεν στή νεστοριανή  «ἐκκλησία τῆς Ἀνατολῆς». Αὐτή ἡ «ἐκκλησία», κατά τόν Ἀλφέγιεφ, στήν οὐσία της δέν εἶναι νεστοριανή ἄν καί «συνέχισε νά μνημονεύει τόν Θεόδωρο καί τόν Διόδωρο καί μετά τόν ἀναθεματισμό τους ἀπό τό Βυζάντιο (sic)· ἄν «καί συμπεριέλαβε το ὄνομα τοῦ Νεστορίου στά δίπτυχα...»· ἄν καί ἀκολουθοῦσε τή θεολογική καί χριστολογική σκέψη πού βρισκόταν πιό κοντά σέ αὐτήν τοῦ Νεστορίου». Μιλᾶμε πλέον γιά θεολογικές φαιδρότητες πού δέν χρήζουν σχολίων!
Ἀλλά οὔτε μέ τήν Ἐκκλησία τῶν Ἰακωβιτῶν ἔχει πρόβλημα ὁ συγγραφέας ἡ ὁποία «ἀποκαλεῖται ἐπίσης «μονοφυσιτική» ἀπό τούς θεολογικούς ἀντιπάλους της», ὅπως ἐξ ἄλλου καί ἡ ἐκκλησία τῆς Ἀνατολῆς εἶναι <νεστοριανή> ὅπως ἰσχυρίζονταν οἱ ἐχθροί της»!!! Ὅλες αὐτές εἶναι… ἐκκλησίες! Ἡ διαφορά εἶναι ὅτι στή μιά περίπτωση ἔχουμε τήν «ἑλληνόφωνη βυζαντινή παράδοση», ἐνῷ στήν ἄλλη τήν «ἀνατολικοσυριακή παράδοση» καί «δυτικοσυριακή παράδοση».
Ἔτσι ὁ ἐπίσκοπος Ἀλφέγιεφ:
·         δημιουργεῖ μιά σύγχυση καί ἐνσπείρει ἀμφιβολίες περί τῆς Μοναδικότητος καί τῆς Ἀληθείας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.

·         Ἐμβάλλει ἀμφιβολίες περί τῆς Ἀληθείας πού ἐκφράζεται διά τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων.
·         Βάζει, ὡς μή ὄφειλε, στό στόμα τοῦ Ἁγίου βλάσφημες κακοδοξίες καί κλονίζει τήν ἐμπιστοσύνη τῶν πιστῶν στή διδασκαλία καί τήν ἁγιότητά του
·         καί τέλος κατατάσσοντας τόν Ἅγιο Ἰσαάκ στούς νεστοριανούς, τόν ἀδικεῖ, ἀκυρώνει τήν ὀρθοδοξία του καί ἀλλάζει τήν βασική πίστη τῆς Ἐκκλησίας ὅτι Ἅγιος εἶναι  μ ό ν ο  ὁ θεωθείς καί ὅτι θεοῦται μόνο ὅποιος εἶναι σέ κοινωνία μέ τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Τελικός σκοπός τοῦ βιβλίου εἶναι νά προωθήσει τήν οἰκουμενιστική προοπτική ἀφοῦ ὅπως λέγει «ὁ λόγος τοῦ ἁγίου Ἰσαάκ... διέσχισε τούς ὁμολογιακούς φραγμούς» καί «τά γραπτά του συνεχίζουν νά τραβοῦν τήν προσοχή τῶν χριστιανῶν πού ἀνήκουν σέ διάφορες παραδόσεις, ἀλλά μοιράζονται τήν κοινή πίστη στό Χριστό, πού μετέχουν στήν ἀναζήτηση τῆς σωτηρίας».
Αὐτό βέβαια εἶναι ἡ μισή ἀλήθεια. Ὄντως ἀναζητοῦν τή σωτηρία οἱ ἑτερόδοξοι, ἀλλά δέν μοιράζονται τή σωτήριο πίστη τοῦ Ἁγίου Ἰσαάκ καί τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πού ἀνήκει.

Γι᾽ αὐτό διερωτώμεθα:
·         Πῶς τολμοῦν κάποιοι κατ᾽ ὄνομα ὀρθόδοξοι νά ἀσεβοῦν στόν κατά τούς Ἁγίους Πατέρας «θεοφόρο φιλόσοφο» Ἀββᾶ Ἰσαάκ, νά ἀμαυρώνουν τό σεπτό του πρόσωπο, νά δυσφημοῦν τήν ἁγιότητα καί νά νοθεύουν τίς θεόπνευστες συγγραφές του;
·         Ἀφοῦ δέν εἴμαστε ἄξιοι τόν ἱμάντα τῶν ὑποδημάτων του νά λύσουμε, ὡς ἄγευστοι τῶν οὐρανίων ἐμπειριῶν του, γιατί δέν ἁπτόμεθα τοῦ κρασπέδου τῶν ἱματίων του γιά νά τόν ἔχουμε πρός τόν Χριστό θερμότατον πρέσβυ;
·         Καί ἐάν δέν ἔχουμε τή διάθεση οὔτε αὐτό νά κάνουμε, γιατί βάζουμε σκάνδαλα στήν ὠφέλεια τῶν Ὀρθοδόξων καί προσκόμματα στή μεταστροφή τῶν ἑτεροδόξων πού θέλγονται ἀπό τή διδασκαλία του καί ζητοῦν νά εἰσέλθουν στήν Μία, Ἁγία, Καθολική, Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία;
Δέν θά ἔπρεπε ὁ τόσο καί πανταχοῦ ἀγαπώμενος Ἅγιος Ἰσαάκ νά παραμένει ἕνας δείκτης πρός τήν ὀρθοδοξία, ἕνα κλειδί γιά νά ἀνοίξουν οἱ καρδιές τῶν μαραζωμένων ἀπό τήν αἵρεση πλανεμένων στή Δύση ἀδελφῶν μας; μιά κλήση στό ὀρθόδοξο βάπτισμα πού εἶναι ἡ ἀπαρχή τῆς σωτηρίας καί στήν κατά Χριστόν ὀρθόδοξη ἄσκηση; Γράφει ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ:
«Ἰδού γάρ τό βάπτισμα δωρεάν συγχωρεῖ, καί οὐ ζητεῖ ὅλως τί, ἀλλ’ ἤ πίστιν. ἐν τῇ μετανοίᾳ δέ τῶν ἁμαρτιῶν τῇ μετά τό βάπτισμα, οὐ δωρεάν, ἀλλά ζητεῖ κόπους καί θλίψεις, καί λύπας τῆς κατανύξεως, καί δάκρυα καί κλαυθμόν καιροῦ πολλοῦ καί οὕτω συγχωρεῖ...»

Δέν θά ἔπρεπε τέλος ὁ ἅγιος νά ἀποτελεῖ μιά ζῶσα ὑπόδειξη ὅτι χωρίς τήν ὀρθόδοξη πίστη καί τό βάπτισμα δέν μπορεῖ κανείς ὄχι μόνο νά γευθεῖ κάτι τί ἀπό τήν γλυκυτάτη διδασκαλία τοῦ ἁγίου, ἀλλά οὔτε νά τόν κατανοήσει ὀρθά;

Η μοναστική εμπειρία του Πνεύματος

Η μοναστική εμπειρία του Πνεύματος

Η μοναστική εμπειρία του Πνεύματος
Καθηγ. Ινστιτούτου Ορθ. Θεολογίας “Άγιος Σέργιος”, Παρισίων Ολιβιέ Κλεμάν

Η μοναστική εμπειρία του Πνεύματος μοιάζει με προσωπική συγκέντρωση της εμπειρίας της Εκκλησίας. Ο πνευματικός άνθρωπος γίνεται ευχαριστιακός άνθρωπος. Μπορεί να αναπτυχθεί πλήρως μόνο εκεί που υπάρχει η πνευματική πληρότητα της Εκκλησίας, το Σώμα του Χριστού, ως μία υπεραφθονία χαρισμάτων. «Ο Κύριος των Δυνάμεων», αναφέρει ο Αρχιμ. Ιουστίνος Πόποβιτς. «είναι πλήρως παρών σε κάθε κύτταρο του θεανθρώπινού του Σώματος, όπου είναι αποταμιευμένη η χάρη του Θεού, η οποία αενάως διενεργεί θαύματα, εξαγιάζει και θεώνει όλους όσοι ποθούν τον Χριστό και τον αναζητούν». Το Άγιο Πνεύμα και η χάρη του δεν δίδεται σε μεμονωμένα άτομα, δίδεται στην Εκκλησία ως μία κοινωνία «ομοούσιων» προσώπων. Ως μία κοινωνία «Πεντηκοστής», μέσα στην ενότητα του Σώματος του Χριστού, η Εκκλησία βρίσκεται στα εσώτερα βάθη της γνώσης και της αγάπης και ολόκληρη η ύπαρξη των προσώπων -τόσο ενσωματωμένα όσο και στην απαραίτητη μοναχικότητα, όπου ο καθένας βρίσκεται στα βάθη του Θεού μόνος προς Μόνο- δεν διαλύονται αλλά βρίσκουν την πηγή της αγάπης, ώστε το άλλο πρόσωπο γίνεται για μας απείρως πλησίον και απείρως άγνωστο που κανείς δεν μπορεί να κρίνει, σύμφωνα με τον ευαγγελικό κανόνα.

Τότε η απόκτηση των χαρισμάτων δεν είναι κατόρθωμα ενός μεμονωμένου ατόμου που υποστηρίζει ότι είχε έμπνευση αλλά μία «καθολική» πραγματικότητα με την πλήρη έννοια του όρου. Στην πλατειά διαλεκτική της ενότητας και της αντίθεσης που διακρίνει την Εκκλησία, «έκαστος ίδιον χάρισμα έχει εκ Θεού» (Α’ Κορ. 7:7), «διαιρέσεις δε χαρισμάτων εισί, το δε αυτό Πνεύμα· και διαιρέσεις διακονιών εισί, και ο αυτός Κύριος· και διαιρέσεις ενεργημάτων εισίν, ο δε αυτός έστι Θεός, ο ενεργών τα πάντα εν πάσιν» (Α’ Κορ. 12:4-6).
ο Χριστός Μ. Αρχιερεύς, πόλος από ωμοφόριο 18ος αι. Ι.Μ.Β..

Μοναχός είναι αυτός που εγκαταλείπει τον εαυτό του ως δώρο σε αυτό το βάθος της Εκκλησίας, αυτός που εισέρχεται στην καρδιά της Εκκλησίας, στην Εκκλησία «της καρδιάς», αυτή την πέτρα που «περικυκλώνεται από τα νερά στα βάθη της θάλασσας», όπως αναφέρει σε μια ομιλία του ο Άγιος Μακάριος. Η παράδοση τον αποκαλεί «ισάγγελο», όχι με την έννοια ενός «αγγελισμού», αλλά διότι βρίσκει την αλήθειά του ως μια λειτουργική ύπαρξη, ως «άνθρωπος του ιερού», όπως γράφει ο Παύλος Ευδοκίμωφ. Είναι αυτός που προσπαθεί να διακηρύξει με όλη του την ύπαρξη «άσω τω Κυρίω εν τη ζωή μου». Ανταποκρινόμενος σε αυτή την κλήση, γίνεται, χωρίς να το γνωρίζει, χαρισματικός, «εν ω και πιστεύσας εσφραγίσθη τω Πνεύματι της επαγγελίας τω Αγίω, ος έστιν αρραβών της κληρονομίας ημών, εις απολύτρωσιν της περιποιήσεως, εις έπαινον της δόξης αυτού» (Εφ. 1:13-14). «Σον βροτός αυ κλέος εστίν, ον άγγελον ενθάδ’ έθηκας υμνοπόλον της σης, ω φάος, αγλαΐης», γράφει ένας Καππαδόκης Πατέρας.

Καλούμενος να γίνει συνειδητά «πνευματοφόρος» ο μοναχός είναι πάνω απ’ όλα και θα παραμείνει για πάντα ένας «σταυροφόρος». Η ασκητική, σύμφωνα με τον τύπο του Μάξιμου του Ομολογητή, είναι «η συνειδητή ένωση της αδυναμίας του ανθρώπου με τη δύναμη του Θεού». Μόνο «η μνήμη του θανάτου», με την πνευματική έννοια της τελευταίας λέξης, μπορεί να οδηγήσει τον άνθρωπο στη «μνήμη του Θεού», στην έκχυση του Πνεύματος εν ονόματι Κυρίου. Κάθε αρετή που δεν οδηγεί σε αυτή τη διπλή μνήμη —του θανάτου και του Θεού— είναι στερημένη από χάρη και δύναμη. «Μόνο εκείνος που πεισματικά διαφυλάττει την αυτογνωσία του σ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του δεν θα χάσει τη γνώση του Θεού», γράφει, ακολουθώντας ολόκληρη την παράδοση, ένας σχεδόν σύγχρονός μας Αθωνίτης μοναχός, ο Ιωσήφ Σπηλαιώτης. Σε αυτό τον αόρατο πόλεμο, όπου η προσοχή διακρίνει την πνευματική πηγή του κακού, ο ασκητής εξερευνά τα βάθη του, που είναι τα ίδια με ολόκληρης της ανθρωπότητας. Όπως είπε και ο Χριστός στον Γέροντα Σιλουανό: «Κράτα το νου σου στον Άδη και μην απελπίζεσαι». Στα βάθη του Άδη η ψυχή επιζητεί το έλεος και είναι εκεί που ανακαλύπτει η ίδια ότι αγαπάται. Αυτή είναι μια συνεχής μετάνοια: Ο κόσμος παύει να είναι αυτός του «εγώ», που ειδωλοποιεί τον εαυτό του (και την ίδια ώρα τον μισεί) και γίνεται ο κόσμος του Θεού, ο ολοφάνερα αντιστραμμένος κόσμος των Μακαρισμών και της Κοινωνίας. Τότε κατανοούμε ότι ο πόνος, η κόλαση, ο θάνατος έχουν σκορπιστεί, μέσω «των δυνάμεων του σκότους», στις καρδιές μας. Ο Χριστός όμως είναι ο νικητής του Άδη και του θανάτου και αυτή η αναστημένη ζωή, το φως και η δροσιά του Πνεύματος, μπορούν να αναπτυχθούν μέσα μας, σε ακόμη μεγαλύτερο βάθος, ανάλογα με το μέτρο της πίστης και της ταπείνωσής μας, και να δημιουργήσουν ανθρώπους θαυμάτων και κάποτε ευλογίας.

Υπάρχει ακόμη η εγρήγορση, η αγρυπνία, η νήψις (ένα άλλο επίθετο του μοναχού είναι νηπτικός). Ο άνθρωπος ξεσκεπάζει, κάτω από τις κοινωνικές και ηθικές εκφράσεις του κακού, τις σατανικές ρίζες αυτού του κακού και τη δική του θεμελιώδη συνενοχή. Ανακαλύπτει, ακόμη πιο βαθειά, τον ενσαρκωμένο και σταυρωμένο Λόγο, ο οποίος από παράφορη αγάπη κατέρχεται σε αυτή την απουσία του Θεού, την οποία απουσία εγώ αποτελώ. Από αυτή τη συνάντηση της Αγάπης με την μη-Αγάπη, η πέτρινη καρδιά του ανθρώπου σχίζεται και αρχίζει να γίνεται σάρκινη, η δε χάρη του Αγίου Πνεύματος ρέει στον άνθρωπο, ξεκινώντας από το κέντρο αυτής της νέας του καρδιάς. Ο σπόρος που πέφτει είναι μικρότερος από τον κόκκο του σιναπιού, αν όμως ο άνθρωπος επιτρέψει σ’ αυτή τη ζωή, που είναι πιο δυνατή από το θάνατο, να αναπτυχθεί μέσα του, τότε, χωρίς να δει ή χωρίς να γνωρίζει πώς, θα φτάσει στο ύψος ενός δέντρου που κινείται από την πνοή του Πνεύματος.

Η απόλυτη εγκατάλειψη κάποιου στα χέρια του Θεού με μια πίστη όπως αυτή του Αβραάμ, αυτή η εγκατάλειψη, αυτή η ταπείνωση -«Ότε προσεγγίσεις ενώπιον του Θεού διά προσευχής, ούτω γενού εν τω λογισμώ σου, ώσπερ μύρμηξ, και ώσπερ τα ερπετά της γης, και ώσπερ βδέλλα, και ως παιδίον ψελλίζον»- αυτή η θεμελιώδης κένωση, δίδει τη γνώση της ανθρώπινης κατάστασης, όχι γενικά και αόριστα, αλλά στην ιδιαίτερη αποδοχή του κάθε προσώπου. Για τον άνθρωπο που εξαγνίζει τον εαυτό του «κανένας δεν φαίνεται αμαρτωλός». Το μοναδικό θεμελιώδες κριτήριο που έχει κάποιος στη «σταυροφόρο και πνευματοφόρο» οδό, την οδό του Σταυρού και του Πνεύματος, είναι η ευαγγελική αγάπη προς τους εχθρούς. Και ο άλλος είναι πάντοτε εχθρός μου, όμως εγώ δεν έχω πλέον ανάγκη από εχθρούς αν άρχισα να πιστεύω στον Αναστάντα Χριστό.

Στο κέντρο αυτού του θανάτου και του δώρου της νέας ζωής, της «θυσίας του αίματος» και της αποδοχής του Πνεύματος, εμφανίζεται ένα βασικό χάρισμα, το δώρο των δακρύων. «Τούτο το σημείον έστω σοι εν οις πράγμασι βούλει υπεισδύναι του μη εισελθείν ένδοθεν του τόπου εκείνου. Όταν άρξηται η χάρις ανοίξαι τους οφθαλμούς σου προς το αισθάνεσθαι της θεωρίας των πραγμάτων εν αληθεία, τότε παρ’ αυτά άρξονται οι οφθαλμοί σου οχετηδόν δάκρυα εκχέειν. Ώστε πολλάκις εκπλύνεσθαι και τας πα¬ρειάς τω πλήθει αυτών. Και τότε ο πόλεμος των αισθήσεων γαλήνια, και ένδοθέν σου συστέλλεται. Εάν τις σε διδάξη τα ενάντια τούτων μη πιστεύσης αυτώ».

Ως η παρουσία του βαπτισματικού ύδατος, που είναι θάνατος και ανάσταση, τα δάκρυα δείχνουν πρώτα από όλα αγωνία και μετάνοια, ύστερα θαυμασμό, ευγνωμοσύνη και χαρά: αυτό συμβαίνει όταν συνειδητοποιήσουμε ότι η άβυσσος της κολάσεως, η δική μας κόλαση, εξατμίζεται σαν μια ασήμαντη σταγόνα μίσους στην άβυσσο της θείας αγάπης. Τότε τα δάκρυα γίνονται γαμήλιο ιμάτιο για να ντύσουν τους προσκεκλημένους με αγνή διάθεση στο δείπνο της Βασιλείας, από τους οποίους τίποτα άλλο δεν ζητείται παρά να ντύσουν την καρδιά τους με ένδυμα γιορτής. Αν κανείς μπορεί να μιλήσει για το «βάπτισμα του Πνεύματος» μέσα στη μοναστική παράδοση (όπως κάνει μερικές φορές ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος), ή μάλλον για συνειδητοποίηση και προσωπική αντίληψη (με ταπείνωση) της πνευματικής διάστασης του μυστηρίου του βαπτίσματος, αυτός αναφέρεται πάνω απ’ όλα στο χάρισμα των δακρύων. Και βέβαια αυτό βρίσκεται πέρα από κάθε χαρισματική θριαμβολογία…

«Μακάριοι οι πενθούντες, ότι αυτοί παρακληθήσονται». Αυτά τα χαρισματικά δάκρυα είναι, όπως αναφέρει η Μύρα Λοτ-Μποροντίν, τα «βαθειά νερά στην καρδιά του ανθρώπου», η οποία γίνεται εύκαμπτη στην πνοή του Πνεύματος. Ρέουν χωρίς να αλλοιώνουν το πρόσωπο, από τον πλούτο της καρδιάς. Εγείρουν ήδη το πνευματοποιημένο υλικό του «σώματος της δόξης».

Έτσι, το χάρισμα των δακρύων μας οδηγεί στο έσχατο χάρισμα που είναι η ένωση και η μεταμόρφωση του ανθρώπου μέσα στο θείο Φως του Θαβώρ. Αυτή είναι μια εσωτερική ένωση, μια εκστατική νηφαλιότητα, επέκστασις, της πνευματικής καρδίας που επανενώνεται και καταυγάζεται από μια ακτίνα του απρόσιτου Θεού που προσφέρει τον εαυτό του ενώ παραμένει κρυμμένος από το ίδιο του το φως. Έτσι η προσευχή εμπνέει την όλη μας ύπαρξη, που αποκωδικοποιεί και φέρνει στην επιφάνεια την προσευχή όλου του κόσμου. Αυτό είναι το σπάνιο χάρισμα της αυθόρμητης προσευχής, η οποία εισάγει τον κόσμο μέσα στην Εκκλησία και την Εκκλησία μέσα στο σώμα-ναό του Αγίου Πνεύματος. «Το πνεύμα γαρ φησίν όταν κατοικήση εν τίνι των ανθρώπων, ου παύεται εκ της προσευχής. Αυτό γαρ το πνεύμα αεί προσεύχεται. Τότε, ούτε εν τω καθεύδειν αυτόν, ούτε εν εγρηγόρσει η προσευχή εκ της ψυχής αυτού κόπτεται· αλλ’ εάν εσθίη, και εάν πίνη, και εάν κοιμάται, και εάν τι πράττη, και έως εν βαθεί ύπνω αι ευωδίαι και οι ατμοί της προσευχής εν τη καρδία αυτού αναδίδονται άνευ κόπου. Και χωρισμόν τότε η προσευχή ουκ έχει, αλλά πάσας τας ώρας αυτού, καν ησυχάση έξωθεν αυτού η τοιαύτη, αλλ’ ουν πάλιν η αυτή λειτουργεί εν αυτώ κρυπτώς. Την σιγήν γαρ των καθαρών, προσευχήν λέγει τις των χριστοφόρων. Επειδή οι λογισμοί αυτών θείαι κινήσεις εισίν· αι κινήσεις δε της καθαράς καρδίας και διανοίας, φωναί πραείαι εισίν, εν αις κρυπτώς τω κρυ¬πτώ ψάλλουσιν».

Ο πνευματικός άνθρωπος βυθίζεται στην Πνοή που ζωογονεί τον κόσμο και ντύνεται τα όμορφα άνθη του αγρού. Το άνοιγμα αυτής της χαρισματικής έμπνευσης, που είναι κάτι βαθύτερο από τη συνηθισμένη αναπνοή -«η αναπνοή του Πνεύματος», όπως την ονομάζει ο Άγιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης- μας καλεί σ’ ένα δρόμο που ασταμάτητα ανανεώνεται από ένα θάνατο- ανάσταση, από το Θάνατο-Ανάσταση του Κυρίου. Η επίκληση «κολλά» στην αναπνοή, «πνευματοποιώντας την», και ο Θεός την ενώνει ακόμη και με τους παλμούς της καρδιάς (διότι ενδιαφέρεται για δωρεά και όχι για κατάκτηση). Με τον τρόπο αυτό ολόκληρος ο άνθρωπος γίνεται προσευχή, προσφέροντας τον κόσμο στο θυσιαστήριο της καρδιάς. Ο χωρόχρονος, που κάνει την καρδιά να πάλλει, δεν είναι πλέον μια ατέλειωτη φυλακή, αλλά ένας ναός γεμάτος από φως. Ο άνθρωπος «αισθάνεται» (με την αποφατική έννοια της φράσης «αισθάνομαι τον Θεό») τον αναστάντα Χριστό, ο οποίος είναι το πρόσωπο του Πατέρα, υπό το φως του Πνεύματος. Το Πνεύμα τον ενώνει με την αιώνια πνοή του Μονογενούς Υιού.

Σ’ αυτούς τους γεμάτους νηφαλιότητα δρόμους, όπου απορρίπτονται οι γήινου επιπέδου κινήσεις, όπου σήμερα εμφανίζονται μερικοί χαρισματικοί, δεν τίθεται θέμα θεαματικών εκστάσεων, ούτε και «μυστικών» αγαλλιάσεων, αλλά συστηματικής εργασίας σε όλα τα επίπεδα της ύπαρξης, μέσα στο φως που έρχεται από το σταυρό μέσω της Πεντηκοστής. Μεγάλες διαχύσεις ειρήνης και φωτός εμφανίζονται με την «κένωση», όχι έκτος χρόνου, αλλά στο διάφανο προορισμό ενός χρόνου, ο οποίος από τώρα και στο εξής είναι «χαλκηδόνιος», ένας διάφανος προορισμός ο οποίος διαπερνά τα πρόσωπα και τα πράγματα. Ακτινοβολούν από το μοναδικό Πρόσωπο και αναδεικνύουν κάθε πρόσωπο σε μοναδικό. Η καρδιά-πνεύμα παίρνει φως και πετά μακρυά με το θείο Πνεύμα σαν την περιστερά του Ψαλμωδού. Από αυτό το εσώτερο κέντρο, το Φως κατακτά σιγά-σιγά ολόκληρο το πρόσωπο μεταμορφώνοντας ακόμη και τις αισθήσεις με μια πληρότητα ασυνήθιστη, η οποία μάς θυμίζει τόσο καλά τη συνάντηση του Μοτοβίλωφ με τον Άγιο Σεραφείμ του Σάρωφ. «Όταν γαρ η ψυχή», αναφέρεται σε μια ομιλία του Αγίου Μακαρίου, «προς την τελειότητα του πνεύματος καταντήση, τελείως πάντων των παθών αποκαθαρισθείσα, και τω Παρακλήτω Πνεύματι διά της αρρήτου κοινωνίας ενωθείσα και ανακραθείσα, και καταξιωθή πνεύμα γενέσθαι, συγκεκραμένη τω Πνεύματι, τότε όλη φως, όλη οφθαλμός, όλη πνεύμα, όλον χαρά, όλον ανάπαυσις, όλον αγαλλίασις, όλον αγάπη, όλον σπλάχνα, όλον αγαθότης και χρηστότης γίνεται. Ώσπερ γαρ εν αβύσσω θαλάσσης λίθος πανταχόθεν ύδατι περιέχεται· ούτως ούτοι παντί τρόπω Πνεύματι αγίω ανακεκραμένοι, αφομοιούνται τω Χριστώ, τας αρετάς της δυνάμεως του Πνεύματος ατρέπτως εν εαυτοίς έχοντες, έσωθεν όντες άμωμοι, και άσπιλοι και καθαροί». Αυτοί οι καρποί του Πνεύματος είναι χαρίσματα αγάπης και διακονίας. Ο πνευματικός άνθρωπος που είναι βυθισμένος μέσα στην τριαδική ενότητα, είναι χωρισμένος από όλους και από κανένα: βιώνει μέσα στο μοναδικό Χριστό την πραγματικότητα να είναι ένας ανεπανάληπτος άνθρωπος. Είναι «ο πάντων χωρισθείς, και πάσι συνηρμοσμένος», όπως αναφέρει η γνωστή ρήση του Ευάγριου Ποντικού. Με αυτόν τον τρόπο αντιλαμβάνεται την ταυτότητα της αγάπης και της ελευθερίας.

Τρία χαρίσματα συμπλέκονται εδώ: η διάκριση, το προορατικό χάρισμα και η συμπάθεια. Όσοι καθαρίσουν την καρδιά τους με δάκρυα εξέρχονται του εαυτού τους και ο Θεός τους αποκαλύπτει την κατάσταση των καρδιών των άλλων. Αυτό ονομάζεται διάκριση πνευμάτων: διότι ποτέ κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει τον άλλο παρά μόνο μέσα από αποκάλυψη. Με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνουν την πνευματική πατρότητα, σύμφωνα με την εικόνα του Πατέρα ο οποίος αγαπά θυσιαστικά και μεταδίδει το Άγιο Πνεύμα. Ο πνευματικός πατέρας γνωρίζει, με ένα είδος χαρισματικού ενστίκτου, πότε πρέπει να μιλήσει ή να σιγήσει, να ακούσει ή να ερωτήσει, πότε να εισηγηθεί θεραπεία ή να προτείνει εξέταση, να ανοίξει μια πληγή ή να τη θεραπεύσει… Διακρίνει στον εαυτό του και στους άλλους τις κινήσεις των λογισμών, τα πάθη μόλις αυτά αρχίσουν να φυτρώνουν. Είναι προικισμένος όχι μόνο με τη διάκριση που αποκτάται μέσα από την ανθρώπινη εμπειρία και σοφία, αλλά με μια πραγματική «θεία διάκριση», η οποία και μόνο του δίνει την ικανότητα να εισηγείται κάθε φορά μια λέξη που χαρίζει «ζωή στις ψυχές».

Το δώρο της διάκρισης συχνά στους πνευματικούς συνοδεύεται με το προορατικό χάρισμα. Προορατικό χάρισμα, παρά τις αποστάσεις, με ένα πολύ καθαρό τρόπο, παρατηρείται στον Μέγα Αντώνιο, ο οποίος, όπως μας διηγείται ο Άγιος Αθανάσιος, ενόσω βρισκόταν στην έρημο, πολλές φορές έφευγε και ερχόταν να δει τι συνέβαινε στις πόλεις και τους δρόμους της Αιγύπτου… Περισσότερο συχνά το προορατικό χάρισμα είναι μια εσωτερική κατάσταση: «Ζει μέσα σου», γράφει ο Στάρετς Αμβρόσιος της Όπτινα, «είναι πιο πολύ κοντά σου αυτός παρά εσύ στον εαυτό σου. Αισθάνεσαι ότι τα μάτια του βλέπουν όλα τα άσχημα και όλα τα καλά μέσα σου. Χαίρεσαι με αυτό και για το ότι τίποτα δεν ξεφεύγει από τα μάτια αυτού που ζει μέσα σου». Ο πνευματικός άνθρωπος, χάρη στην ταπείνωση, την προσευχή, τη διακονία και τη χαρά, μπορεί συγχρόνως να ανοίγεται στους άλλους και στον Θεό. Όταν βρίσκεται με το διπλανό του, με μια διάθεση εσωτερικής πτωχείας και περισυλλογής, τα λόγια που πρέπει να πει αποκαλύπτονται μέσα από την καρδιά του, χωρίς να σκεφθεί προηγουμένως για το τι πρέπει να πει. «Ο αφ’ εαυ¬τού λαλών την δόξαν την ιδίαν ζητεί, ο δε ζητών την δόξαν του πέμψαντος αυτόν, ούτος αληθής έστι, και αδικία εν αυτώ ουκ εστίν» (Ιω. 7:18).

Αχώριστο από τα χαρίσματα της διάκρισης και της προορατικότητας εμφανίζεται και το χάρισμα της συμπάθειας, «της αγίας και πάσχουσας αγάπης», όπως την ονομάζει ο Αντώνιος του Κιέβου, της συμμετοχής στη μωρία της αγάπης εκείνης, η οποία έκανε τον Θεό να αφήσει την υπερβατικότητά του και να πεθάνει πάνω στο σταυρό. Αυτοί που δέχονται το δώρο της συμπάθειας, αποκτούν με τη χάρη του Θεού τη δυνατότητα να θεραπεύουν και τον πιο μυστικό πόνο του γείτονά τους. Συσταυρώνονται με τον Χριστό και φτάνουν στην ατέλειωτή του τρυφερότητα-κατάνυξη. Εύχονται, μαζί με τον Απόστολο, «ανάθεμα είναι από του Χριστού υπέρ των αδελφών» τους (Ρωμ. 9:3). Προσεύχονται για την παγκόσμια σωτηρία. Ο Άγιος Ισαάκ ο Σύρος προσευχόταν για τα ερπετά και τους δαίμονες. Εύχονται, μαζί με τον Αββά Αγάθωνα, να βρουν ένα λεπρό να του προσφέρουν το σώμα τους και να πάρουν το δικό του, να υποφέρουν μόνοι τους τα βάσανα της κολάσεως ώστε κανείς να μην καταλήξει σ’ αυτή. «Ώσπερ εστίν ο Θεός σκεπάζειν τον κόσμον, ούτω γέγονεν ο Αββάς Μακά¬ριος σκεπάζων τα ελαττώματα, α έβλεπεν ως μη βλέπων και α ήκουεν ως μη ακούων». Ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, όταν εγκατέλειψε το Άγιον Όρος για ιεραποστολικό και κοινωνικό έργο, έλεγε: «Ας χάσει ο Χριστός ένα πρόβατο, έμενα, και ας κερδίσει τα άλλα». Ο πνευματικός άνθρωπος, που δέχεται αυτό το χάρισμα, διακρίνει στο διπλανό του, πέρα από προσωπεία και προσωπικά χαρακτηριστικά, μια κρυμμένη αλήθεια, αυτή του προσώπου. Κάτω από το φως αυτής της χαρισματικής αγάπης, οι ψυχές, που τόσο συχνά μισούν τον εαυτό τους και πιστεύουν ότι μισούνται και από τους άλλους, ανοίγουν. Ανακαλύπτουν ότι αγαπιούνται. Ανακαλύπτουν ότι η αγάπη είναι δυνατή.
(«Ορθόδοξος Μοναχισμός», εκδ. Αρμός, σ. 75-86)
pemptousia.gr

Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:Facebook Twitter

Πέμπτη 18 Απριλίου 2013

Χαριτωμένοι ἄνθρωποι στὸ Ἅγιον Ὄρος

Χαριτωμένοι ἄνθρωποι στὸ Ἅγιον Ὄρος




τοῦ Πανοσιολογιωτάτου Ἀρχιμανδρίτου π. Γεωργίου, Καθηγουμένου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους
Ἀπομαγνητοφωνημένο κείμενο τῆς συνεντεύξεως ποὺ μεταδόθηκε ἀπὸ τὸ Ραδιοφωνικὸ Σταθμὸ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τὴν Κυριακὴ (Β´ Νηστειῶν) 14 Μαρτίου 1993, στὸ πλαίσιο τῆς ἐκπομπῆς «Ραδιοπαράγκα» τοῦ π. Κωνσταντίνου Στρατηγοπούλου

π. Κωνσταντῖνος: Σὲ πρόσφατο προσκύνημά μας στὸ Ἅγιον Ὄρος εἴχαμε τὴν εὐλογία νὰ συναντήσουμε τὸν σεπτὸ καθηγούμενο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου, τὸν π. Γεώργιο, καὶ νὰ μᾶς ὁμιλήση γιὰ τοὺς χαριτωμένους ἀνθρώπους ποὺ γνώρισε στὴν ζωή του. Τὸν παρακαλοῦμε καὶ τώρα, νὰ ἀπευθυνθῆ πρὸς τοὺς ἀκροατὰς τῆς ἐκπομπῆς μας καὶ νὰ μᾶς ὁμιλήση γιὰ τοὺς χαριτωμένους ἀνθρώπους.

π. Γεώργιος: Ὁ π. Κωνσταντῖνος μὲ παρεκάλεσε νὰ ὀμιλήσω γιὰ τοὺς χαριτωμένους ἀνθρώπους ποὺ ὑπάρχουν στὸ Ἅγιον Ὄρος. Κατ᾿ ἀρχὴν θὰ ἤθελα νὰ πῶ ὅτι χαριτωμένοι εἶναι ὅλοι οἱ Χριστιανοί, γιατὶ ὅλοι οἱ Χριστιανοὶ ἔχουν τὴν Χάρι τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος. Χαριτωμένοι εἶναι καὶ οἱ μοναχοί, γιατὶ ἐκτὸς ἀπὸ τὴν Χάρι τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος ἔχουν καὶ τὴν Χάρι τοῦ ἀγγελικοῦ Σχήματος. Βέβαια τὸ ζήτημα εἶναι ὅτι λόγῳ τῶν παθῶν μας κρύβουμε αὐτὴν τὴν Χάρι, ὅπως κρύβεται ἡ φωτιὰ κάτω ἀπὸ τὴν στάχτη καὶ δὲν φαίνεται. Ὅταν ὅμως σιγὰ-σιγὰ μὲ τὴν μετάνοιά μας, τὴν ἄσκησί μας, τὸν ἀγώνα μας τὸν πνευματικὸ καὶ τὴν προσευχή μας παραμερίσουμε τὰ πάθη, τότε σιγὰ-σιγὰ ὑποχωρεῖ ἡ στάχτη τῶν παθῶν καὶ ἡ φωτιὰ τῆς θείας Χάριτος -ποὺ καίει μέσα μας- φανερώνεται. Καὶ φανερώνεται ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ στοὺς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι ἀγωνίζονται ἔτσι. Τότε οἱ ἄνθρωποι εἶναι χαριτωμένοι καὶ φαίνονται χαριτωμένοι.
Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ πάντοτε εἶχε χαριτωμένους ἀνθρώπους. Αὐτοὶ οἱ χαριτωμένοι ἄνθρωποι ἦταν πάντοτε τὸ ἅλας τῆς γῆς. Αὐτοὶ ἐχαρίτωναν τὸν κόσμο καὶ ἔδιναν νόημα καὶ χαρὰ καὶ στὸν κόσμο καὶ στὴν ἐποχὴ ποὺ ζοῦσαν. Ἀλλὰ καὶ μετὰ τὴν κοίμησί τους, μὲ τὴν Χάρι ποὺ ἔχουν, ἐξακολουθοῦν νὰ παρηγοροῦν καὶ νὰ βοηθοῦν τοὺς ἀνθρώπους.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ποὺ σήμερα ἑορτάζουμε, λέγει, ὅτι ἡ θεία Χάρις σκηνώνει πρῶτα στὶς ψυχὲς τῶν Ἁγίων καὶ ἀπὸ τὶς ψυχὲς μεταδίδεται καὶ στὰ σώματά τους· καὶ ὅταν κοιμηθοῦν, μένει στὰ λείψανά τους καὶ στοὺς τάφους τους καὶ στὶς εἰκόνες τους καὶ στοὺς ναοὺς ποὺ εἶναι ἀφιερωμένοι σ᾿ αὐτούς. Εἶναι ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ ποὺ ἐνοικεῖ στὰ πρόσωπα τῶν Ἁγίων καὶ ἐν συνεχείᾳ μένει καὶ σὲ ὅλα αὐτὰ ποὺ συνδέονται μὲ τοὺς Ἁγίους.
Γι᾿ αὐτὸ ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι προσκυνοῦμε τὰ ἅγια λείψανα, τὶς ἅγιες εἰκόνες, τοὺς ἱεροὺς ναούς. Διότι ὅλα αὐτὰ εἶναι φορεῖς τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶχαν ἡ Παναγία καὶ οἱ Ἅγιοι.
Τώρα ἔρχομαι στὸ συγκεκριμένο ἐρώτημα τοῦ π. Κωνσταντίνου γιὰ τοὺς χαριτωμένους ἀνθρώπους στὸ Ἅγιον Ὄρος. Θὰ ἤθελα νὰ πῶ ὅτι αὐτὸ ποὺ εἶναι καὶ δική μου ἐμπειρία, εἶναι καὶ ἐμπειρία πολλῶν προσκυνητῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Συναντᾶμε στὸ Ἅγιον Ὄρος χαριτωμένους ἀδελφούς μας· καὶ αὐτὸ εἶναι ποὺ ἀναπαύει καὶ τοὺς προσκυνητὰς τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Βέβαια ὅταν λέμε χαριτωμένους ἀδελφούς, δὲν ἐννοοῦμε ἀνθρώπους ποὺ κάνουν θαύματα καὶ σημεῖα, ἀλλὰ ἐννοοῦμε ἀνθρώπους ποὺ ἔχουν εἰρήνη στὴν ψυχή τους, ἔχουν ἀγάπη καὶ ταπείνωσι.
Στὸ διάστημα τῆς παραμονῆς μου στὸ Ἅγιον Ὄρος μὲ ἀξίωσε ὁ Θεὸς νὰ γνωρίσω χαριτωμένους ἀνθρώπους καὶ νὰ ὠφεληθῶ ἀπ᾿ αὐτούς. Πρέπει νὰ πῶ ὅτι οἱ μοναχοὶ τοῦ Ἁγίου Ὄρους, καὶ μάλιστα αὐτοὶ ποὺ ἔχουν κάνει πολυετῆ ἄσκησι, ἔχουν κάποια κοινὰ χαρακτηριστικά, τὰ ὁποῖα -τουλάχιστον σὲ μένα- ἔχουν κάνει μεγάλη ἐντύπωσι.
Τὸ πρῶτο χαρακτηριστικὸ εἶναι ὅτι δὲν ἔχουν καμμία ἐκτίμησι στὸν ἑαυτό τους, δὲν ἔχουν καμμία ἐμπιστοσύνη καὶ ὑπόληψι στὸν ἑαυτό τους ὅτι ἔχουν ἀρετή. Ἔχουν πολλὴ ἄσκησι, πολὺν ἀγώνα, ἀλλὰ πιστεύουν ὅτι δὲν ἔχουν κάνει τίποτε, περιμένουν μόνον ἀπὸ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ νὰ σωθοῦν.
Ἕνας τέτοιος μοναχὸς ἀπέθνησκε σὲ μία σκήτη τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἀπὸ ἀνίατο ἀσθένεια. Ἦταν ἀρκετὰ νέος. Ἤξερε ὅτι ἔπασχε ἀπὸ ἀνίατο ἀσθένεια καὶ ἤξερε ὅτι πεθαίνει. Ἦταν ἀπὸ τοὺς καλοὺς καὶ ἀγωνιστὰς μοναχούς. Λίγο πρὶν κοιμηθῆ, τὸν ρώτησε ἕνας νεώτερος ἀδελφός: «Πάτερ, τώρα ἐσὺ φεύγεις. Θὰ ἤθελα νὰ μοῦ πῆς κάτι ἀπὸ τὴν πείρα σου, νὰ μὲ ὠφελήσης καὶ μένα». Καὶ ὁ ἀποθνήσκων ἐκεῖνος μοναχὸς τοῦ εἶπε τὸ ἕξης: «Ξέρεις, ἀδελφέ, ὅτι ἐγὼ ἀγωνίσθηκα στὴν ζωή μου καὶ μὲ νηστεῖες καὶ μὲ προσευχὲς καὶ μὲ ἀγρυπνίες καὶ μὲ ὑπακοή, καὶ μὲ τὴν Χάρι τοῦ Θεοῦ, ὅσο μπόρεσα, προσπάθησα νὰ τηρήσω τὶς ὑποσχέσεις τοῦ μοναχικοῦ σχήματος. Πλὴν ὅμως τώρα δὲν ἐλπίζω σ᾿ αὐτά. Ἐλπίζω μόνον στὸ Αἷμα τοῦ Ἐσταυρωμένου (δηλαδὴ στὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ)».
Αὐτό, λοιπόν, εἶναι τὸ πρῶτο χαρακτηριστικὸ γνώρισμα ὅλων τῶν χαριτωμένων μοναχῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὅτι δηλαδὴ δὲν ἐλπίζουν στὸν ἑαυτό τους, στὴν ἄσκησί τους, στὸν ἀγώνα τους, ἀλλὰ στὴν Χάρι τοῦ Θεοῦ. Ἐγνώρισα πατέρες οἱ ὁποῖοι εἶχαν 60-70 χρόνια στὸ Ἅγιον Ὄρος, ποὺ ἀγωνίσθηκαν πολύ, καὶ ὅταν τοὺς ρωτοῦσες γιὰ τὴν ζωή τους σοῦ ἔλεγαν: «πέρασε ἡ ζωή μου χωρὶς νὰ κάνω τίποτε, δὲν ἔχω καμμία ἀρετὴ καὶ δὲν ἔχω κάνει κανένα καρπὸ σὲ ὅλο αὐτὸ τὸ διάστημα».
Θυμᾶμαι τὸν γέροντα Αὐξέντιο, ὁ ὁποῖος ἐκοιμήθη σὲ ἡλικία 90 ἐτῶν, πρὸ δεκαετίας περίπου, ὁ ὁποῖος ἦταν ἕνας πάρα πολὺ ἐνάρετος καὶ ἅγιος μοναχός. Κάποτε -ἦταν Κυριακὴ τοῦ Πάσχα- ἐπρόκειτο νὰ προσέλθουν οἱ πατέρες καὶ οἱ λαϊκοὶ Χριστιανοί, ποὺ ἦταν ἀρκετοὶ -ὡς προσκυνηταί- στὸ μοναστήρι, νὰ κοινωνήσουν τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων. Πρὸ τῆς Θείας Κοινωνίας εἶπα ἀπὸ τὴν Ὡραία Πύλη γιὰ τοὺς λαϊκοὺς ἀδελφούς: «Θὰ παρακαλέσω νὰ προσέλθουν ὅσοι ἔχουν ἐξομολογηθῆ καὶ προετοιμασθῆ. Ὅποιος δὲν ἔχει ἑτοιμασθῆ, νὰ ἐξομολογηθῆ πρῶτα καὶ μετὰ νὰ κοινωνήσῃ». Ὁ π. Αὐξέντιος ἐνόμιζε ὅτι τὸ ἔλεγα γιὰ τοὺς μοναχούς. Ἦταν τυφλός. Ἦταν ὁ πρῶτος στὴν σειρὰ ἀπὸ τοὺς πατέρες, ὁ ἀρχαιότερος -εἶχε ἔλθει στὸ μοναστήρι τὸ 1917. Περίμενε τὴν σειρά του νὰ κοινωνήση. Νόμισε λοιπὸν ὅτι ζητοῦσα καὶ ἀπὸ τοὺς πατέρες νὰ ἐξομολογηθοῦν. Ἐξομολογεῖται, λοιπόν, δημοσίᾳ. Καὶ ποιὰ ἦταν ἡ ἐξομολόγησίς του; «Πλέω σ᾿ ἕνα πέλαγος ματαιότητος. Δὲν ἔχω κάνει τίποτε στὴν ζωή μου. Δὲν ξέρω ποῦ βρίσκομαι, οὔτε ποῦ πηγαίνω». Καὶ ζητοῦσε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ ἡ ταπείνωσις ἐχαρακτήριζε πάντοτε τὸν π. Αὐξέντιο. Γι᾿ αὐτὸ ὁσάκις τοῦ ζητούσαμε κάποια συμβουλή, ἀπέφευγε νὰ μᾶς πῆ, μόνον ἔλεγε: «Τὴν εὐχή. Τὴν εὐχή. Τὸ "Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ" νὰ λέτε». Καί: «Νὰ διαβάζετε τὸν Εὐεργετινό». Ἔκρυβε τὴν ἀρετή του καὶ τὴν πολλὴ πνευματικὴ γνῶσι καὶ σοφία τὴν ὁποία εἶχε. Ἔζησε ὅλη του τὴν ζωὴ πραγματικὰ κρυμμένος ἀπὸ τὰ μάτια τῶν πατέρων, οἱ ὁποῖοι, ἂν καὶ ζοῦσαν στὰ διπλανὰ κελλιά, δὲν ὑποψιάζοντο τὴν πολλὴ ἄσκησι καὶ τὸν πολὺ ἀγώνα τοῦ π. Αὐξεντίου. Ἔχουμε πληροφορία ἀξιόπιστη ὅτι ὁ π. Αὐξέντιος ἠξιώνετο καθημερινῶς νὰ βλέπη τὸ ἄκτιστον Φῶς. Αὐτὸ βέβαια εἶναι κάτι συγκλονιστικό, συνέβαινε ὅμως, καὶ εἴμαστε βέβαιοι ὅτι συνέβαινε, διότι ὁ π. Αὐξέντιος εἶχε τὶς προϋποθέσεις γιὰ νὰ μπορέση νὰ φθάση στὴν θεοπτία.
Λοιπὸν αὐτὸ εἶναι κάτι τὸ ὁποῖο ἐμένα προσωπικά με συγκλονίζει: Ἡ ταπείνωσις τῶν πατέρων τοῦ Ἁγίου Ὄρους, οἱ ὁποῖοι θεωροῦν τὸν ἑαυτό τους γιὰ τίποτε, ὡς τὸ «οὐδέν», ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης.
Ἔχουμε στὸ μοναστήρι μας καὶ ἕναν ἄλλο μοναχό, 97 ἐτῶν. Αὐτὸς ἦλθε στὸ μοναστήρι τὸ 1924. Ἦταν ὑποτακτικὸς τοῦ ἀειμνήστου, προορατικοῦ καὶ ἁγίου Καθηγουμένου, π. Ἀθανασίου Γρηγοριάτη. Ἔχει πολλὴ ἀρετὴ καὶ αὐτὸς ὁ γέροντας, δὲν θὰ πῶ τὸ ὄνομά του γιατὶ ζῆ. (Πρόκειται γιὰ τὸν π. Ἡσύχιο. Ὅταν ἐδόθη ἡ παροῦσα συνέντευξις, ἦτο ἀκόμη ἐν ζωῇ). Θυμᾶμαι, ὅταν κάποτε τοῦ εἶπα ὅτι ἔχει ἀγωνισθῆ πολύ, αὐτός μου ἀπήντησε: «Δὲν ἔχω κάνει τίποτε. Ὅλη μου τὴν ζωὴ τὴν πέρασα μὲ ἀργολογία». Δὲν θεωροῦσε τὸν ἑαυτό του ἄξιο οὔτε ἕνα καφὲ νὰ τοῦ κάνουμε. Ἂν κάνουμε γιὰ κανέναν ἄλλο καφέ, ἂς κάνουμε καὶ γι᾿ αὐτόν, ἀλλὰ μόνον γιὰ τὸν ἑαυτό του ὄχι. Δὲν ἐζήτησε ποτὲ τίποτε. Τόσα χρόνια ποὺ εἶμαι στὸ μοναστήρι δὲν ἐζήτησε ποτὲ οὔτε ἕνα ράσο, οὔτε ἕνα ζωστικό, οὔτε τίποτε ἄλλο. Φοράει ὅλα τὰ παλιὰ καὶ εἶναι εὐχαριστημένος. Τὸ μόνο ποὺ λυπᾶται εἶναι ὅτι τώρα δὲν μπορεῖ νὰ κάνη διακόνημα καὶ ὅτι, καθὼς λέγει, «τρώγει τζάμπα τὸ ψωμί». Ὁ γέροντας αὐτός, μὲ αὐτὴν τὴν βαθειὰ ταπείνωσι, ἔχει πολλὴ χάρι καὶ πολλὴ εἰρήνη στὴν ψυχή του. Ὅταν ἔρχωνται λαϊκοὶ Χριστιανοὶ νὰ τὸν δοῦν -φαίνεται ὅτι ὁ Θεὸς τὸν πληροφορεῖ- χωρὶς νὰ τοῦ ποῦν αὐτοὶ καὶ νὰ τὸν ἐρωτήσουν συγκεκριμένα πράγματα, τοὺς λέγει αὐτὸ τὸ ὁποῖο ἔχει ὁ καθένας πνευματικὴ ἀνάγκη νὰ ἀκούση.
Ἕνας ἄλλος μοναχὸς ποὺ ἔζησε στὸ μοναστήρι μας καὶ ἐκοιμήθη πρὸ ὀλίγων ἐτῶν, ὁ π. Ἐφραίμ, καὶ αὐτὸς εἶχε αὐτὴν τὴν βαθειὰ ταπείνωσι. Κάποτε ἦταν ἄρρωστος στὸ νοσοκομεῖο «Θεαγένειο» στὴν Θεσσαλονίκη. Ἐκεῖ τὸν ἐπισκέφθηκα νὰ τὸν δῶ. Ὅταν τὸν ἐπλησίασα στὸ κρεβάτι, σήκωσε τὰ χεράκια του καὶ μοῦ εἶπε: «Ἔλα, γέροντα, θέλω νὰ ἐξομολογηθῶ». Ἄρχισε τὴν ἐξομολόγησι δημοσίᾳ. Ἄκουγαν ὅλοι οἱ ἀσθενεῖς, ἀλλὰ ὁ γέροντας τὸ ἔκανε μὲ πολλὴ ἁπλότητα, δὲν σκεφτόταν ὅτι τὸν ἀκοῦνε καὶ οἱ ἄλλοι. «Θέλω νὰ μὲ συγχωρήσης, γέροντα, διότι σὲ ἔχω πικράνει», ἔλεγε. Τοῦ ἀπαντῶ: «Δὲν μὲ πίκρανες, ἐγὼ μᾶλλον σὲ ἔχω πικράνει, γιατὶ μπορεῖ νὰ ἤμουν λίγο αὐστηρός». Καὶ ἀπήντησε: «Ἐσὺ τὸ ἔκανες γιὰ τὴν σωτηρία μου, ἐνῶ ἐγὼ σὲ στενοχωροῦσα λόγῳ τῶν παθῶν μου. Καὶ αὐτὸ ἔπρεπε νὰ τὸ κάνης». Τότε ἐγὼ γύρισα καὶ εἶπα στοὺς λαϊκοὺς ποὺ ἄκουγαν: «Βλέπετε ὁ π. Ἐφραὶμ πόση ταπείνωσι ἔχει καὶ πῶς μιλᾶ;». Τότε ὁ π. Ἐφραὶμ γύρισε καὶ εἶπε στοὺς λαϊκούς: «Ἀδελφοί μου, σᾶς ἐξομολογοῦμαι, δὲν ἔχω καμμία ἀρετή. Τόσα χρόνια ποὺ εἶμαι στὸ Ἅγιον Ὄρος δὲν ἔκανα τίποτε. Σὰς παρακαλῶ νὰ προσευχηθῆτε γιὰ τὴν σωτηρία μου». Καὶ τότε ὅλοι οἱ λαϊκοὶ συγκινημένοι ἄρχισαν νὰ κλαῖνε, βλέποντας τὴν ταπείνωσι ἑνὸς μοναχοῦ ποὺ τὸν εἶχαν κοντά τους καὶ ἔβλεπαν πόση ἀρετὴ εἶχε καὶ πόση ὑπομονὴ ἔκανε. Ἕνας νέος ἀπὸ τὸ προσωπικὸ τοῦ νοσοκομείου, ποὺ ἔτυχε νὰ εἶναι ἐκεῖ, ἔκανε τὸν σταυρό του καὶ εἶπε: «Δόξα τῷ Θεῷ ποὺ ὑπάρχει τὸ Ἅγιον Ὄρος».
Αὐτό, λοιπόν, εἶναι ἕνα στοιχεῖο, τὸ ὁποῖο καταθέτω ἀπὸ τὴν προσωπική μου ἐμπειρία στὸ Ἅγιο Ὄρος, αὐτὴ ἡ βαθειὰ ταπείνωσις ὅλων τῶν πατέρων, οἱ ὁποῖοι ἔχουν τὸν ἑαυτό τους γιὰ τίποτε. Καὶ αὐτὸ δὲν εἶναι κάτι ἐπίπλαστο, δὲν εἶναι μία ταπεινοφάνεια. Εἶναι μία πραγματικὴ πεποίθησις ποὺ ἔχουν γιὰ τὸν ἑαυτό τους, εἶναι μία ὄντως ταπείνωσις, ὅτι πράγματι δὲν ἔχουν ἀρετὴ καὶ δὲν ἔχουν κάνει κανένα πνευματικὸ καρπὸ στὴν μοναχική τους ζωή. Καὶ παρ᾿ ὅλα αὐτὰ ἔχουν εἰρήνη στὴν ψυχή τους καὶ δὲν φοβοῦνται καὶ τὸν θάνατο, γιατὶ τοὺς πληροφορεῖ ἡ συνείδησίς τους -παρὰ τὴν αἴσθησι ποὺ ἔχουν τῆς πνευματικῆς τους πτωχείας- ὅτι ἔχουν τὴν Χάρι τοῦ Θεοῦ καὶ ὅτι ἔχουν τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ.
Κάτι ἄλλο ποὺ μοῦ ἔχει κάνει ἐντύπωσι στὸ Ἅγιο Ὄρος -καὶ ἴσως ἔχει κάνει καὶ σὲ σᾶς ποὺ μὲ ἀκοῦτε καὶ ἔχετε ἔλθει στὸ Ἅγιο Ὄρος- εἶναι ὅτι οἱ πατέρες δὲν εἶναι ὁμοιόμορφοι, δὲν εἶναι τυποποιημένοι· ὁ καθένας ἔχει τὸν δικό του προσωπικὸ χαρακτήρα, ἔχει τὴν δική του προσωπικότητα. Καὶ ἡ ἀρετή του καὶ ἡ στάσις του καὶ ἡ ὅλη προσπάθειά του ἔχουν τὴν σφραγίδα τῆς δικῆς του προσωπικότητος. Εἶναι αὐθόρμητοι· ποτὲ δὲν θέλουν νὰ παραστήσουν ὅτι ἔχουν ἀρετή· ἀντιθέτως ἔχουν μία ἁπλότητα, ὥστε νὰ δείχνουν καὶ τὰ τυχὸν ἐλαττώματά τους, μέχρι σημείου ποὺ οἱ λαϊκοί, καθὼς βλέπουν τὰ ἐλαττώματα τῶν μοναχῶν, νὰ σκανδαλίζονται. Ἀλλὰ αὐτοὺς δὲν τοὺς πειράζει αὐτό, διότι θέλουν νὰ δείχνουν αὐτὸ ποὺ εἶναι, δὲν θέλουν νὰ δείχνουν αὐτὸ ποὺ δὲν εἶναι. Ὑπάρχει δηλαδὴ μία γνησιότητα καὶ μία αὐθεντικότητα στοὺς πατέρες τοῦ Ἁγίου Ὄρους.
Τελευταῖα πληροφορήθηκα γιὰ κάποιον μοναχό, ὁ ὁποίος κάνει μεγάλες νηστεῖες- εἶναι μεγάλος ἀσκητής· μπορεῖ νὰ κάνη ἀρκετὲς ἡμέρες νὰ βάλη κάτι στὸ στόμα του, καὶ ὅμως, ὅταν ἔρχεται στὶς Καρυές, πηγαίνει σὲ κάποιο ἑστιατόριο καὶ πίνει μπύρα. Τὸ κάνει γιὰ νὰ φαίνεται, γιὰ νὰ σχηματίζη ὁ κόσμος τὴν ἐντύπωσι ὅτι εἶναι ἕνας ἀμελὴς καὶ ἀκρατὴς μοναχὸς ποὺ δὲν ἀγωνίζεται. Ἔτσι ρίχνει στάχτη στὰ μάτια τοῦ κόσμου, γιὰ νὰ κρύψη τὶς πολυήμερες νηστεῖες του καὶ τὸν μεγάλο ἀγώνα ποὺ κάνει.
Βέβαια θὰ ἔχετε ἀκούσει γιὰ τοὺς σαλοὺς διὰ Χριστόν. Ὑπάρχει καὶ στὸ Ἅγιο Ὄρος μία τέτοια σαλότης σὲ μερικοὺς μοναχούς. Γι᾿ αὐτὸ δὲν πρέπει νὰ βιαζόμαστε νὰ βγάζουμε συμπεράσματα γιὰ μοναχοὺς ποὺ τοὺς βλέπουμε νὰ κάνουν πράγματα λίγο παράξενα ἢ ποὺ φαινομενικὰ δίνουν τὴν ἐντύπωσι ὅτι δὲν εἶναι ἐνάρετοι, διότι αὐτὰ μπορεῖ νὰ γίνωνται γιὰ νὰ κρύψουν τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν μεγάλη ἄσκησι, τὴν ὁποία ἔχουν αὐτοὶ οἱ μοναχοί.
Βέβαια χαριτωμένοι πατέρες τοῦ Ἁγίου Ὄρους δὲν εἶναι μόνον αὐτοὶ ποὺ ὁ κόσμος γνωρίζει γιὰ τὴν πολλὴ ἀρετή τους, τὴν διάκρισί τους, τὸ προορατικό τους χάρισμα, ἀλλὰ καὶ ἄλλοι πατέρες ποὺ δὲν εἶναι εὐρύτερα γνωστοί. Καὶ αὐτοὶ εἶναι χαριτωμένοι, καὶ αὐτοὶ ἀγωνίζονται, κλαῖνε, μετανοοῦν συνέχεια γιὰ τὶς ἁμαρτίες τους, γιὰ τὶς ἁμαρτίες ὅλου τοῦ κόσμου. Χαριτώνονται σιγὰ-σιγὰ ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀξιώνει ὁ Θεὸς νὰ κάνουν ἕνα πραγματικὰ χριστιανικὸ θάνατο.
Στὸ διάστημα ποὺ ὁ Θεὸς μὲ ἀξίωσε νὰ εἶμαι στὸ Ἅγιο Ὄρος, εἶδα τὴν κοίμησι 15 πατέρων. Μοῦ ἔκανε ἐντύπωσι ὅτι ὅλοι αὐτοὶ οἱ πατέρες εἶχαν ἕναν πάρα πολὺ καλὸ θάνατο, παρ᾿ ὅτι ὡς ἄνθρωποι μπορεῖ νὰ εἶχαν καὶ κάποιες ἀδυναμίες. Τοὺς ἀξίωσε ὁ Θεὸς μὲ πολλὴ εἰρήνη νὰ φύγουν ἀπὸ αὐτὸν τὸν κόσμο, μὲ ἐξομολόγησι καὶ μὲ μετάνοια. Μερικοὶ μάλιστα ἀπὸ αὐτοὺς προεγνώρισαν καὶ τὸν θάνατό τους.
Αὐτὸ παρηγορεῖ καὶ ἐμᾶς τοὺς νεωτέρους, ὅτι ὁ Θεὸς πράγματι σ᾿ αὐτοὺς ποὺ ἀγωνίζονται δίνει τὴν Χάρι του καὶ τοὺς ἀξιώνει τελικὰ νὰ φύγουν ἀπὸ αὐτὸν τὸν κόσμο εἰρηνικά, ἐν Χάριτι, καὶ ἔτσι νὰ μεταβοῦν στὸν κόσμο τῆς αἰωνιότητος, ἐκεῖ ὅπου μᾶς περιμένει ὁ Χριστός, ἡ Παναγία καὶ οἱ Ἅγιοι.
Οἱ χαριτωμένοι πατέρες τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἀφήνουν καὶ τὰ σώματά τους στὰ κοιμητήρια τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Τὰ ὀστά τους μάλιστα πολλὲς φορὲς εὐωδιάζουν. Συνέβη καὶ στὸ μοναστήρι μας, σὲ κάποια ἀνακαίνισι τοῦ ὀστεοφυλακίου τῆς Μονῆς, τὴν ὁποία ἐκάναμε. Τὸ ὀστεοφυλάκιο εἶναι κάτω ἀπὸ τὸν κοιμητηριακὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Πάντων, στὸν ὁποῖο λειτουργοῦμε κάθε Σάββατο. Κάθε Παρασκευὴ βράδυ γίνεται παννυχίς, κατὰ τὴν ὁποία μνημονεύονται τὰ ὀνόματα ὅλων τῶν κεκοιμημένων πατέρων. Κάτω ἀπὸ τὸ παρεκκλήσι ἀναπαύονται τὰ ὀστὰ τῶν πατέρων. Ὅταν ἀνεκαινίζετο τὸ ὀστεοφυλάκιο, τὰ ὀστᾶ μετεφέρθησαν μέσα στὸ παρεκκλήσι. Κατὰ τὸ διάστημα αὐτὸ ὅποιος εἰσήρχετο στὸν χῶρο τοῦ κοιμητηριακοῦ ναοῦ, αἰσθανόταν πολὺ ἔντονα μία εὐωδία νὰ τὸν περιλούη.
* * *
Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἡ μετάδοσις τῆς συνεντεύξεως διεκόπη -προφανῶς λίγο πρὶν τὸ τέλος της- αἰφνιδίως. Ὁ π. Κωνσταντῖνος ἐπιλόγησε ὡς ἑξῆς:
π. Κωνσταντῖνος: Αὐτὰ μᾶς εἶπε ὁ γέροντας π. Γεώργιος, καθηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους, καὶ χαρακτήρισε πραγματικὰ τὸν χαριτωμένο ἄνθρωπο μέσα ἀπὸ τὶς ἁπλὲς ἀλλὰ μοναδικὲς ἐμπειρίες τῶν χαριτωμένων ἀνθρώπων ποὺ γνώρισε ὁ ἴδιος. Πόση διαφορὰ πραγματικὰ ὑπάρχει ἀπὸ τὴν δημοσκόπησι ποὺ ἀκούσαμε στὴν ἀρχή, ἀπὸ τὸ πῶς οἱ ἄνθρωποι γύρω μας φαντάζονται τὸν χαριτωμένο ἄνθρωπο· τὸν θεωροῦν ἀνύπαρκτο. Νὰ εὐχαριστήσουμε καὶ πάλι τὸν π. Γεώργιο γιὰ τὴν ἀγάπη ποὺ εἶχε νὰ μᾶς μιλήση γι᾿ αὐτοὺς τοὺς χαριτωμένους ἀνθρώπους.
(Πηγή: «Ὁ Ὅσιος Γρηγόριος» Περιοδικὴ ἔκδοση ὑπὸ τῶν πατέρων τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους)
You might also like: